Παροιμίες γιά τήν ελιά:
- Βάψε ελιά για τη ζωή σου και συκιά για το παιδί σου"
- "Από το θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές"
- Αν δε σφίξεις την ελιά, δε βγάζει λάδι.
(Όπως πρέπει να σφίξεις τις ελιές για να βγάλεις το λάδι, έτσι πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να αποδώσει η δουλειά σου). - ’Ακουσες λάδι τρέχα, άκουσες στεφάνι φεύγα.
(Στο λάδι (βάφτιση) αν πας δεν θα 'χεις έξοδα ενώ στο γάμο οι καλεσμένοι βάζουν χρήματα στο δίσκο ως δώρο για τους νιόπαντρους). - Όποιος έχει σιτάρι, κρασί και λάδι στο πιθάρι έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη.
(Όποιος έχει αυτά τα τρία προϊόντα στο σπίτι του, είναι σαν να έχει απ' όλα, είναι πλούσιος). - Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι.
(Είναι τόσο άσχημος χαρακτήρας που ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τον συμπαθήσεις). - Δίχως λάδι, δίχως ξύδι πώς θα κάνουμε ταξίδι.
(Δεν μπορεί να γίνει δουλειά αν δεν έχεις τα απαραίτητα εφόδια). - Κολοκύθια με το λάδι, κολοτούμπες το βράδυ.
(Τα κολοκύθια δεν χορταίνουν). - Μου 'βγαλε το λάδι.
(Με ξεθέωσε στη δουλειά). - Ξεφόρτωσέ τη την ελιά, να σε φορτώσει λάδι.
(Αν κλαδέψεις την ελιά ,θα βγάλει πολύ λάδι). - Αυτός είναι σαν το νερό στο λάδι.
(Είναι καθαρός, αθώος). - Ρίχνει λάδι στη φωτιά.
(Με τα λόγια και τη στάση του, βοηθά να ανάψει ο καυγάς). - Όπως θα γεμίσει του Χριστού το τραπέζι, έτσι να γεμίσουν και τα δέντρα μας ελιές.
(Χριστουγεννιάτικη ευχή).
Την ταπεινοσύνη και την εργατικότητα της ελιάς τη τραγούδησε ο ποιητής Ι. Πολέμης:
Ευλογημένο να 'ναι ελιά το χώμα που σε τρέφει
κι ευλογημένο το νερό που πίνεις απ' τα νέφη
κι ευλογημένος τρεις φορές αυτός που σ' έχει στείλει
για το λυχνάρι του φτωχού, για του άγιου το καντήλι"
2. "Πατρίδα τα λιοτρίβια σου
δουλεύουν νύχτα μέρα.
Με του λαδιού τη μυρωδιά
γεμίζουν τον αέρα.
ΚΙ ειν' οι ελιές, Πατρίδα μου
ακούραστες γριούλες.
Με τον καρπό τους τρέφουνε
παιδάκια και μανούλες.
Κι είν' οι ελιές, Πατρίδα μου
δέντρα ευλογημένα
που στέκονται στον άνεμο
με τα κλαδιά απλωμένα.
To λεξικό τής ελιάς:
- Αλατσολιες: παστές ελιές
- Αλετριβιδιάρης: εργάτης ελαιοτριβείου
- Αλετριβιδιό: ελαιοτριβείο
- Ασκιά: προβιές από ζώα για τη μεταφορά λαδιού
- Γιγουμιά: τενεκέδες από τσίγκο ελαιοτριβείου
- Δέπλα: το ξύλο με το οποίο χτυπούν τα κλαδιά της ελιάς
- Ελαιογραφία: ζωγραφική με ελαιόχρωμα
- Ελαιόκαρπος: ο καρπός της ελιάς
- Ελαιοκομία: η επιστημονική καλλιέργεια της ελιάς
- Ελαιοπιεστήριο: πιεστήριο για την έκθλιψη του ελαιόκαρπου
- Ελαιοπυρήνας: ο πυρήνας της ελιάς, το κουκούτσι
- Ελαιουργία: η επεξεργασία λαδιού
- Ελαιόχρωμα: λαδομπογιά
- Ελαιοχρωματισμός: βάψιμο με λαδομπογιές
- Ελαιώδης: αυτός που περιέχει λάδι
- Κάπες ή παλέτσες: υφάσματα από λινάτσα ή βαμβάκι για το στρώσιμο της ελιάς
- Κατσίγαρα ή μούργα ή αμούρια: τα κατακάθια μετά την επεξεργασία του λαδιού
- Κολυμπάδες: ελιές σε άλμη
- Κορονιοί: πήλινα πυθάρια με εσωτερικό επίχρυσμα σμάλτου για αποθήκευση λαδιού
- Λαδάδικο: το κατάστημα που πουλιέται το λάδι
- Λαδάς: ο παραγωγός ή έμπορος λαδιού
- Λαδέμπορος: έμπορος λαδιού
- Λαδερό: μικρό δοχείο λαδιού
- Λαδερός: φτιγμένος με λάδι, *νηστίσιμος, *αυτός που έχει πολύ λάδι
- Λαδής: αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού
- Λαδιά: λεκές από λάδι
- Λαδικό: ελαιοδοχείο
- Λαδίλα: μυρωδιά λαδιού
- Λαδόπανο: το πανί με το οποίο περιτυλίγεται το βρέφος μετά τη βάφτιση
- Λαδόχαρτο: διαφανές αδιάβροχο χαρτί
- Λαδόψωμο: ψωμί αλειμμένο με λάδι
- Λαδολέμονο: άρτυμα(σάλτσα) με λάδι
- Λαδόξυδο: μείγμα από λάδι και ξύδι
- Λαδώνω: απλωνω-αλείφω με λάδι
- Λιοτρίβι ή ελαιοτριβείο ή φάμπρικα: το ελαιουργείο
- Λίμπες: δεξαμενές όπου τοποθετούν το λάδι στο ελαιοτριβείο
- Μαζωχτό: τρόπος μαζέματος της ελιάς
- Μαζώχτρες ή μαζωχτάδες: εργαλείο που μαζεύουν την ελιά με τα χέρια
- Μιστάτα: μονάδα μέτρησης λαδιού
- Νερατζολιές: χοντρές ελιές πριν ωριμάσουν
- Ντορμπάδες ή ντορβάδες: πανιά από λινάρι σε σχήμα φακέλου όπου τοποθετούν τη ζύμη για να μπει στο πιεστήριο
- Ξυδουλιές: ελιές ώριμες με ξύδι
- Ροΐ : δοχείο λαδιού
- Σγούρνες: πέτρινο ή τσιμεντένιο δοχείο όπου συγκεντρώνεται ο χυμός μετά την πίεση
- Σπαστολιές: τσακιστές ελιές
- Στέτης: αυτός που στήνει τους ντορμπάδες στο πιεστήριο
- Τσαντίλες: οι ντορμπάδες
- Φλάσκα: δοχείο από νεροκολοκύθα για το μέτρημα του λαδιού
Η ΕΛΑΙΟΚΟΜΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ:
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα τις ελιές τις φύτευαν σε μεγάλη σχετικά απόσταση, ώστε τα ίδια κτήματα να χρησιμοποιούνται συγχρόνως και για διάφορες άλλες καλλιέργειες, κυρίως δημητριακών. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, επί τουρκοκρατίας ακόμα, στα εφορότερα κτήματα του κάμπου οι γεωργοί καλλιεργούσαν μορεόδενδρα (συκαμινιές), εύκολα εξηγείται ο μικρός αριθμός ελαιοδέντρων καθώς και η περιορισμένη παραγωγή λαδιού.
Τις ελιές συνήθως τις φύτευαν το φθινόπωρο ή νωρίς την άνοιξη. Εντόπιζαν λοχερές αγριελιές, τις “ξηλάκουναν” και τις μεταφύτευαν σε καλλιεργημένα χωράφια με τέτοιο τρόπο ώστε και σ’ αυτά να έχουν τον ίδιο προσανατολισμό. Τον επόμενο χρόνο τις μπόλιαζαν με φλούδα βλαστού ήμερης ελιάς που επέλεγαν οι έμπειροι ελαιοκαλλιεργητές.
Τις ελιές σπάνια τις κλάδευαν και τις όργωναν και τους ελαιώνες τους καλλιεργούσαν μόνον όταν ήθελαν να σπείρουν δημητριακά, βαμβάκια, σουσάμια κλπ. Έτσι οι ελιές γίνονταν θεόρατες μεν, αλλά με ελάχιστη καρποφορία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ένας τιναχτής δύσκολα τελείωνε σε μια μέρα περισσότερες από δύο ελιές.
Το μάζεμα του ελαιοκάρπου αποτελούσε πραγματικό πανηγύρι, καθώς στους ελαιώνες πήγαιναν όλα τα μέλη των οικογενειών, με τα ζώα, τα σαΐσματα, τις βέργες κι όλα τα χρειαζούμενα, γιατί τις περισσότερες φορές διανυκτέρευαν στις καλύβες της περιοχής.
Στην αρχή μάζευαν το “χαμολόι” και στη συνέχεια τίναζαν (με ράβδισμα) τις ελιές, με μακριές βέργες, διαδικασία που δεν απέχει πολύ από τον σημερινό τρόπο συλλογής της ελιάς. Συγχρόνως διάλεγαν ελιές καλής ποιότητος “προς βρώσιν”, οι οποίες αποτελούσαν το φτωχικό μεν αλλά απαραίτητο μέρος της διατροφής κάθε αγροτικής οικογένειας.
Τις ελιές στη συνέχεια τις μετέφεραν στα λιοτρίβια του χωριού για την ενδιαφέρουσα όσο και κοπιαστική διαδικασία παραγωγής του ελαιολάδου.
Η διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου στο παραδοσιακό λιοτρίβι γινόταν συνήθως τη νύχτα και ήταν απλή όσο και επίπονη για τους συμμετέχοντες. Τις ελιές τις έριχναν στο λιοτρίβι -κυκλική γρανιτένια επιφάνεια διαμέτρου δύο περίπου μέτρων- όπου τις πολτοποιούσαν βαρείς, γρανιτένιοι επίσης, περιστρεφόμενοι μύλοι, κατασκευασμένοι από ειδικούς μαστόρους. Τους μύλους αυτούς περιέστρεφαν με τη βοήθεια της “μανέλας” ζώα (ζωοκίνητοι) ή και οι ίδιοι οι παραγωγοί (χειροκίνητοι). Το “ζυμάρι” στη συνέχεια το έβαζαν σ’ ένα μακρόστενο καννάβινο τσουβάλι το οποίο ήταν μόνιμα πάνω στη “λαδουκόπανα” -κατασκευασμένη με ξύλο πλατανιάς, φαρδιά στο ένα μέρος ενώ στο άλλο στένευε και κατέληγε σε άνοιγμα πέντε εκατοστών- τοποθετημένη κατηφορικά ώστε ο “λιόσμος” να τρέχει από το μικρό αυτό άνοιγμα της “λαδουκόπανας” και να συγκεντρώνεται σε κάποιο καδί ή καζάνι.
Το καννάβινο τσουβάλι το πατούσαν με γυμνά πόδια για αρκετή ώρα, ενώ συγχρόνως έριχναν ζεματιστό νερό, διαδικασία πολύ επώδυνη για τον εργάτη που έκανε αυτή τη δουλειά. Με το ζεματιστό νερό πάντως, μπορεί να έβγαινε περισσότερο λάδι, συγχρόνως όμως αποκτούσε υψηλή οξύτητα, με την απώλεια δια της θερμότητας οξέων του λαδιού. Τον “λιόσμο” στη συνέχεια οι παραγωγοί τον μετάγγιζαν σε δικά τους καδιά, τον άφηναν μέχρι να καθαρίσει το λάδι από το νερό και με μια “κάρτα” έβαζαν το λάδι σε δοχεία που τα μετέφεραν με τα ζώα τους στο σπίτι. Το λάδι οι παραγωγοί το έβαζαν σε πιθάρια και οι περισσότερες οικογένειες κάλυπταν συνήθως τις δικές τους μόνο ετήσιες ανάγκες.