Γράφει ο Γεώργιος Σ. Σπύρου
Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ (του Αντωνίου ή του Νάνου)
Λένε πως όταν ο θεός έπλαθε τον Παράδεισο ξέφυγε από τα χέρια του ένα κομμάτι απ’ αυτόν και έπεσε στη γη και με την σκέψη να πλάσει τον παράδεισο όμορφο, αλλά και με τη βιασύνη να τον τελειώσει σε μια μέρα όπως συνήθιζε να τελειώνει και τ’ άλλα του έργα αυθημερόν, ξέχασε το κομμάτι που έπεσε. Έμεινε εκεί για να το βλέπουν οι άνθρωποι και να φαντάζονται πως κάπως έτσι θα είναι και όλα τα μέρη του παραδείσου.
Τόση ομορφιά έχει αυτό το μέρος. Το κομμάτι αυτό είναι το μέρος που συναντώνται τα δυο ποτάμια, το Μαλετιάνικο με το μεγάλο ρέμα, το Καρασαλιάνικο πριν, αλλά και μετά τη συμβολή τους.
Σίγουρα δεν συνέβη αυτό. Το βέβαιο είναι πως το νερό, η φύση γενικά έχει εργασθεί χιλιάδες αιώνες από τον καιρό της Δημιουργίας για να σκάψει τόσο βαθιά τη κοίτη των χειμάρρων μέσα σε χώματα, να γλύψει τα πετρώματα και να δημιουργήσει αυτές τις απόκρημνες και σχεδόν κατακόρυφες όχθες αλλού τελείως γυμνές και αλλού κατάφυτες από μεσογειακή βλάστηση.
Έπειτα από εκατομμύρια χρόνια από τον καιρό της δημιουργίας και εντελώς πρόσφατα ήρθαν οι κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, αυτά τα εντελώς εφήμερα πλάσματα, οι άνθρωποι και έβαλαν σ’ αυτόν τον θεϊκό ζωγραφικό πίνακα τις πινελιές τους. Το τόλμησαν βέβαια από ανάγκη.
Έκτισαν στο ένα ποτάμι μια πανέμορφη πέτρινη, τοξωτή γέφυρα και στο άλλο μια επίσης καλλίγραμμη τοξωτή γέφυρα και ανάμεσά τους είχαν τοποθετήσει από πριν σαν αγριολούλουδο στο πέτο της επικλινούς όχθης της ρεματιάς το νερόμυλο. Ο ιδιοκτήτης του κτήματος πλησίον της συμβολής των δύο χειμάρρων, σκέφτηκε πολύ έξυπνα και τολμηρά να κατασκευάσει εδώ το νερόμυλο εκμεταλλευόμενος το νερό και των δύο χειμάρρων που και το καλοκαίρι έχουν νερό, αλλά και την καταλληλότητα γι’ αυτόν τον σκοπό της απότομα επικλινούς όχθης.
Έφερε ειδικό μηχανικό της εποχής γι’ αυτό το σκοπό, μελέτησε το τοπίο, καθόρισε τη θέση του νερόμυλου με σχέδιο, τη θέση της δεξαμενής νερού ( της στέρνας) την υψομετρική διαφορά τους για το ύψος της βαρέλας. Με χοροβάτη υπολόγισε και καθόρισε από ποιό υψόμετρο θα έπρεπε να πάρει το νερό από τα δυο ποτάμια, την κλίση που έπρεπε να έχει η αμπολή για να ρέει το νερό άφθονο και γρήγορα στη στέρνα που θα τροφοδοτούσε το νερόμυλο. Χαμηλά στο βάθος, εκεί που θα θεμελίωναν το κτίσμα του μύλου, έσκαψαν και έφτιαξαν υπόγειο χώρο σαν μικρό αλώνι, έκτισαν τοίχο κυκλικό με ισχυρό κονίαμα έστρωσαν το δάπεδο με πέτρα ίσιο οριζόντιο και αυτό με το όμοιο κονίαμα να μη φθείρεται από το νερό που στο μέλλον θα έρρεε με ορμή για να κινηθεί ο μύλος και αυλάκι βαθύ να φεύγει το νερό προς το ποτάμι.
Και με βάση αυτό τον χώρο που θα τοποθετούσαν τη φτερωτή έκτισαν πάνω στο σπιτάκι το κτίσμα του μύλου τόσο ώστε για να χωρέσουν οι μυλόπετρες, σκάφη για να πέφτει το αλεύρι, να ρίχνουν το σιτάρι για άλεσμα χώρο να τοποθετούν τους σάκους με το σιτάρι ή το αλεύρι, πλάστιγγα για να ζυγίζουν (τους σάκους με το αλεύρι ή το σιτάρι) και όλα αυτά που συνθέτουν τη λειτουργία του νερόμυλου και να επιτρέπουν να κινείται ανάμεσά τους ο μυλωνάς.
Ψηλά από τον υπόγειο χώρο της φτερωτής περίπου 8 μ. κατασκεύασαν τη δεξαμενή νερού (στέρνα). Το έδαφος προσφερόταν γι’ αυτό. Έσκαψαν το έδαφος σε βάθος περίπου 1,50 μ. και σε διαστάσεις τέτοιες ώστε να χωρά πάνω από 100 κυβικά μέτρα νερό. Έκτισαν τοίχο περιμετρικά για να μην πέφτουν χώματα μέσα στη δεξαμενή αλλά και να μη υπάρχει κίνδυνος διαρροής νερού.
Αριστερά του μύλου τοποθέτησαν τη βαρέλα. Μια χοάνη ύψους περίπου 7,50 μέτρων και με διάμετρο 0,80 μέτρων, κάτω στενεύει και έχει τρύπα το ρουξούνι για να φεύγει το νερό και να κτυπά τη φτερωτή. Την συνέθεσαν επί τόπου με λαμαρίνες χοντρές προκατασκευασμένες κυκλικά με μπριτσίνια συνδεδεμένες μεταξύ τους σφυρηλατημένα. Τότε δεν υπήρχαν οξυγονοκολλήσεις ή ηλεκτροσυγκολλήσεις και μάλιστα σε τέτοιο μέρος. Φτάνει σε ύψος λίγο ψηλότερα από τη στάθμη του νερού της στέρνας γεμάτης και κατεβαίνει στο υπόγειο του μύλου (στο ζουρείο) λίγο ψηλότερα από τη φτερωτή του μύλου, ώστε το νερό να ρέει από το ρουξούνι της και να κτυπά τα φτερά κατά πρόσωπο.
Έχει μία κλίση προς τα πίσω. Έγερνε και είναι ακόμα εκεί γερτή σ’ ένα τοίχο φαρδύ, ακουμπισμένη, πανίσχυρο λες και αναπαύεται επάνω του. Την αγκαλιάζει λίγο στα πλευρά της στηριγμένη με ειδικά στηρίγματα ώστε να γίνεται ένα μ’ αυτόν και να μη κινδυνεύει να μετακινηθεί ούτε κατ’ ελάχιστον από το βάρος που έπαιρνε όταν γέμιζε με νερό. Ο τοίχος αυτός κατά την κατασκευή του νερόμυλου, νομίζω ότι ήταν το εσωτερικό μέρος της πρώτης πέτρινης βαρέλας. Λόγω του ύψους και της πίεσης του νερού διερράγη, έσπασε, άνοιξε και αντί να την ξαναχτίσουν, τοποθέτησαν τη σιδερένια βαρέλα και πολύ καλά έπραξαν.
Τώρα αναπαύεται πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο στον κοίλον μέρος της πέτρινης βαρέλας. Δύο τοίχοι κτισμένοι παράλληλα σε κοινό θεμέλιο, συνέχεια της στέρνας έως τη βαρέλα, σχηματίζουν μεταξύ τους αυλάκι πλάτους 0,50 μέτρων και βάθος 1,50 μέτρου όσο το βάθος της στέρνας, για να ρέει το νερό από τη στέρνα στη βαρέλα. Στο βάθος στο αυλάκι αυτό, συνέχεια στο άνοιγμα της βαρέλας υπήρχε σιδερένια εσχάρα για να μη πέφτουν μέσα πέτρες ή κάτι άλλο που θα μπορούσε να φράξει, να κλίσει την έξοδο του νερού απ’ το ρουξούνι. Στο βάθος προς το αυλάκι αυτό ήταν το στόμιο της στέρνας.
Ένα εμπόδιο μόνιμο, σταθερό ήταν τοποθετημένο εμπρός από το στόμιο της. Μεταξύ του εμποδίου αυτού και του στομίου της στέρνας έμπαινε σφηνωτά και σαν έμβολο κινητό φράγμα και απέκλειε τη διαφυγή, τη διαρροή του νερού. Όταν απεσύρετο, άφηνε ελεύθερο το νερό να ρέει προς τη βαρέλα. Η στέρνα γέμιζε με νερό και από τα δυο ποτάμια. Από το Μαλετιάνικο ήταν πιο εύκολη η παροχή, έχει μεγάλη κλίση και έτσι η δέση του νερού στην άμπολή γινόταν λίγο πιο πάνω περίπου 80μ. από το ύψος της κουτσούρας. Από το άλλο ποτάμι το μεγάλο ρέμα, η δέση του νερού γινόταν πιο μακριά και οι όχθες του εδώ είναι απόκρημνες. Διακόσια πενήντα μέτρα προς το ανάντι μακριά από το μύλο το ποτάμι κάνει μια απότομη στροφή αριστερά.
Οι όχθες εδώ είναι πολύ πλησίον η μία της άλλης. Τα πετρώματα είναι σκληρά και δεν μπόρεσε το νερό να διευρύνει την κοίτη του. Εκμεταλλεύτηκαν αυτό το στένωμα και έκτισαν τοίχο μέσα στο ποτάμι ισχυρό και ανύψωσαν την κοίτη του. Έσκαψαν και θεμελίωσαν τον τοίχο βαθιά σε παρθένο γερό έδαφος. Επίσης έσκαψαν και καθάρισαν τις δύο όχθες σαν θεμέλιο, ώστε ο τοίχος όχι μόνο να εδράζεται σε στερεό έδαφος, αλλά να ακουμπά και να στηρίζεται και στις δύο όχθες, ώστε να μην είναι δυνατό να ανατραπεί από τα φορτία, από μπάζα, πέτρες που θα έφερνε το ποτάμι τους μετέπειτα χειμώνες. Έκτισαν τοίχο με θηραϊκοκονίαμα και με πέτρα ασβεστόλιθο. Την συγκέντρωσαν μέσα από την κοίτη του χειμάρρου, που το νερό δουλεύοντας αιώνες είχε μεταφέρει από τα Κοτύλαια έως εδώ, μα και πολύ πιο κάτω. Το ύψος του τοίχου θα είναι περίπου 4μ. και πάνω στη στέψη του, που τότε σαν παιδί είχα ειδεί, θα είχε πάχος 0,80μ. κάτω στη βάση του θα είναι πιο φαρδύς. Εμπρός που το νερό κρημνίζεται είναι κατακόρυφος και σχηματίζεται ο καταρράχτης, προς τα πίσω όμως θα είναι επικλινής.
Κάτω βαθειά στα θεμέλιά του άφησαν τρύπα να διαφεύγει το νερό προς τα κάτω, για να μην σχηματίζεται από τα νερά λίμνη πίσω από τον τοίχο και εμποδίζει το χτίσιμο κατά την κατασκευή του, αλλά και να σκληρυνθεί το κονίαμα. Όταν τελείωσε το κτίσιμο του τοίχου και είχε σκληρυνθεί το θηραϊκοκονίαμα, έκλεισαν την τρύπα του τοίχου και πίσω από αυτόν προς το ανάντι σχηματίστηκε λίμνη μέχρι το ύψος του τοίχου, στης αμπολής τη δέση. Το χειμώνα και τους επόμενους το ποτάμι με τις κατεβασιές του επέχωσε σιγά σιγά τη λίμνη και τώρα η κοίτη του έχει ανέβει στο ύψος του τοίχου. Ύψωσαν λοιπόν την κοίτη του 4 μέτρα και από το ύψος αυτό έδεσαν το νερό στην αμπολή. Αυτή ακολουθεί την αριστερή πλευρά- όχθη- της ρεματιάς με ομοιόμορφη όσο γίνεται κλίση ομαλή ώστε να ρέει το νερό άφθονο και να γεμίζει η στέρνα γρήγορα. Πώς κινείται ο μύλος.
Έτσι όπως το φωτογράφησαν τα παιδικά μου μάτια όταν πήγαινα στο μύλο να αλέσω σιτάρι. Κάτω στον υπόγειο χώρο του Μύλου ( στο ζουρείο) ήταν τοποθετημένη η φτερωτή επάνω σε σιδερένιο κατακόρυφο άξονα που στηριζόταν πάνω σε σιδερένια βάση, έτσι ώστε να δύναται να περιστρέφεται χωρίς να μετακινείται από τη θέση του και πάνω συνδεδεμένος καταλλήλως με την επάνω μυλόπετρα. Λίγο ψηλότερα από το δάπεδο του υπόγειου αυτού χώρου 0.40 έως 0,50μ. ήταν τοποθετημένα τα φτερά. Ήταν σιδερένιες λάμες 15-20cm πλάτους, τοποθετημένες οριζόντια, ακτινωτά με κέντρο τον άξονα και στην περιφέρεια ήταν στηριγμένες σε στεφάνη σιδερένια χοντρή με μπουλόνια και ήταν στραμμένα προς το ρουξούνι της βαρέλας, το κοίταζαν κατά πρόσωπο.
Ο κατακόρυφος άξονας της φτερωτής ήταν καταλλήλως συνδεδεμένος με την επάνω μυλόπετρα. Η ράχη της μυλόπετρας ήταν πελεκημένη ομοιόμορφα κυματοειδώς και ακτινωτά. Επάνω από την μυλόπετρα ήταν τοποθετημένη η καλαχίδα, μια σκάφη ξύλινη σε σχήμα πυραμίδας χαμηλού ύψους και τοποθετημένη ανάποδα, η κορυφή της προς τα κάτω. Εκεί έριχναν το σιτάρι προκειμένου να το αλέσουν.
Στην κορυφή της κάτω είχε στόμιο για να ρέει το σιτάρι και να πέφτει στη στρογγυλή χοάνη της επάνω μυλόπετρας. Το στόμιο της κολαχίδας το έκλεινε ένα εμπόδιο ξύλινο, μακρόστενο τοποθετημένο ως προς τη στενή του επιφάνεια όρθιο (νώμο),προς δε το μήκος του οριζόντιο. Προς τα έξω ήταν στηριγμένο μό νιμα για να μην μετακινείται από τη θέση του .
Στο μέσον του περίπου ήταν τοποθετημένο ξύλο από βέργα αγριλιάς, γερό κατακορύφως ( το αδράχτι). Η κάτω άκρη του ακουμπούσε στην κυματοειδή ράχη της μυλόπετρας, πάνω δε δεμένο στο οριζόντιο ξύλινο εμπόδιο με σπάγκο τετράδιπλο στριμμένο αντίθετα της κίνησης της μυλόπετρας για να μην ξεστρίβει. Εμπρός από τις μυλόπετρες ήταν τοποθετημένη σκάφη ορθογωνική 0,40*0,40 και μήκος 080, στηριγμένη σταθερά πίσω προς τις μυλόπετρες και εμπρός είχε ένα μικρό ανοιχτό χώρο για να πατά το πόδι του ο μυλωνάς, όταν μάζευε το αλεύρι με τη σέσουλα. Τη σκάφη επάνω τη σκέπαζε ποδιά από ύφασμα. Ήταν σταθερή προς τις μυλόπετρες και στην έξω πλευρά ήταν τοποθετημένη περαστή σιδερένια βέργα για να την κρατά τεντωμένη με το βάρος της πάνω από τη σκάφη, έτσι ώστε να μην πέφτει μέσα στη σκάφη τίποτε άλλο εκτός από το αλεύρι. Οι δυο μυλόπετρες εξωτερικά και γύρωθεν ήταν κλειστές, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην ξεφεύγει κατά την περιστροφή της το αλεύρι, μόνο προς τη σκάφη είχαν άνοιγμα 30cm περίπου και από αυτό το άνοιγμα έπεφτε το αλεύρι στη σκάφη.
Όταν γέμιζε η στέρνα με νερό, ο μυλωνάς έριχνε στην καλαχίδα ένα σακί στάρι, αφού προηγουμένως το είχε ζυγίσει και είχε σημειώσει το βάρος και το όνομα του νοικοκύρη. Ανέβαινε στη στέρνα, απέσυρε το κινητό φράγμα, από το στόμιο της στέρνας, και το νερό ορμούσε μέσα από το πέτρινο αυλάκι στη βαρέλα και σε λίγο χρονικό διάστημα γέμιζε με νερό έως πάνω μέχρι τη στάθμη του νερού της γεμάτης στέρνας. Το νερό από τη βαρέλα έφευγε με ορμή από το ρουξούνι χαμηλά στο κάτω μέρος της βαρέλας και χτυπούσε, ράπιζε τα φτερά της φτερωτής και αυτά με το χτύπημα του νερού υποχωρούσαν το ένα μετά το άλλο όλο και πιο γρήγορα και ανάγκαζαν τη φτερωτή και τον άξονά της να περιστρέφονται, καθώς δε ήταν προσαρμοσμένος στην επάνω μυλόπετρα, παρέσυρε και αυτήν σε περιστροφή. Με τη σειρά της καθώς περιστρέφετο ανάγκαζε το κατακόρυφο ξυλάκι αγριλιάς να ανεβοκατεβαίνει στην κυμματοειδή ράχη της. Και αυτό ακολουθώντας το κύμα ανοιγόκλεινε το στόμιο της καλαχίδας με ένα πολύ γλυκό κλικ κλικ και το σιτάρι έπεφτε ρυθμικά και όσο ο μυλωνάς είχε ρυθμίσει να πέφτει στη χοάνη της απάνω μυλόπετρας. Εκείνη καθώς περιστρέφετο, άλεθε το σιτάρι με την κάτω μυλόπετρα, το έκαναν αλεύρι και το έριχνε στη σκάφη σχεδόν κατά την εφαπτομένη.
Ο μυλωνάς όταν ήτο η ώρα ανασήκωνε την ποδιά από τη σκάφη και με τη σέσουλα μάζευε το αλεύρι και το έριχνε στο σακί του νοικοκύρη, αφού είχε κρατήσει για αλεστικά το ένα δέκατο του βάρους του αλέσματος. Έως ότου αδειάσει η στέρνα από το νερό, αυτό επαναλαμβανόταν πολλές φορές. Τον χειμώνα που το νερό γέμιζε τη στέρνα γρήγορα, ο μύλος δούλευε σχεδόν συρματικά.
Είχα να περάσω εμπρός από το μύλο σχεδόν 40 χρόνια. Τα έφερε έτσι η ζωή ώστε οι νέοι τότε έφευγαν να βρουν εργασία μετά τον εμφύλιο, και εγώ έκανα το ίδιο. Ο τρόπος ζωής άλλαξε και ολίγον κατολίγον δεν πήγαινε κανείς στο μύλο να αλέσει. Οι δρόμοι σιγά σιγά εγκαταλείφθησαν, είτε έκλεισαν από κλαδιά δένδρων ή κατολίσθησαν, είτε έγιναν καινούριοι, για να περνούν αυτοκίνητα.
Αυτό συνέβη και στους δρόμους από το χωριό μας μέχρι το μύλο. Έμαθα πως μια ομάδα ξένων τουριστών ενδιαφέρθηκε να τον διορθώσει εθελοντικά και χωρίς αμοιβή. Έκοψαν κλαδιά δένδρων όπου εμπόδιζαν, γεφύρωσαν με μακριά ξύλα ή μαδέρια τα μέρη που είχαν κατολισθήσει και έτσι με προσοχή μπορεί να φτάσει κάποιος ως εκεί.
Πήγα μια μέρα με παρέα προσφιλή μου πρόσωπα αγαπημένα εκδρομή ως εκεί για να ιδώ. Μια ερημιά απλωνόταν. Μόνο ο θόρυβος που έκαναν τα νερά καθώς κυλούσαν και από τα δύο ποτάμια ακουγόταν. Τότε τη δεκαετία του 40 που σαν παιδί θυμάμαι όλοι οι άνθρωποι από τα γύρω χωριά από δω περνούσαν να πάνε στις δουλειές τους, εδώ ήταν το μεγάλο σταυροδρόμι. Τα παιδιά να πάνε στο γυμνάσιο στην Κύμη, οι άνθρωποι οι μεγαλύτεροι να ψωνίσουν στις Κονίστρες ή στην Κύμη ή να φύγουν με το λεωφορείο για πιο μακρινούς δρόμους από εδώ .περνούσαν πάνω από τις γέφυρες και μπροστά από τον μύλο.
Οι εργαζόμενοι στα λιγνιτωρυχεία από τα γύρω χωριά , για να δώσουν το παρόν στα γραφεία της εταιρείας και μετά τη βάρδια τους να επιστρέψουν στα σπίτια τους στα χωριά τους από εδώ περνούσαν. Ξεχωριστά οι νοικοκυρές, οι νοικοκυραίοι, τα παιδιά που συνεχώς έφταναν έως εδώ να αλέσουν σιτάρι ή να πάρουν το άλεσμα.
Πώς χάθηκαν όλα αυτά! Αυτή η διαρκής κίνηση των ανθρώπων, ο θόρυβος, οι συνομιλίες αυτών που περνοδιάβαιναν για τις δουλειές τους. Οι κοτούλες του μυλωνά που στριφογύριζαν και έβρισκαν άφθονο σιτάρι να τσιμπήσουν, οι πάπιες που κολυμπούσαν στη στέρνα. Πώς έσβησαν όλα αυτά! Ο δρόμος πέρα από την γέφυρα προς τον Πύργο έχει γκρεμιστεί και δεν είναι δυνατόν να περάσει κάποιος απέναντι, μα ούτε και να έρθει από κει προς τα εδώ. Πήγα να ιδώ τον μύλο. Το σπιτάκι που στέγαζε τον μύλο. Στα παιδικά μου μάτια τότε φάνταζε μεγάλο, πολύ πιο μεγάλο από αυτό που έβλεπα τώρα. Στο ισόγειο κάτω είχε πόρτα δίφυλλη και μέσα οι μυλόπετρες τοποθετημένες χαμηλότερα από το κατώφλι της εισόδου του μύλου δυο σκαλοπάτια. Πάνω από αυτές η καλαχίδα , εμπρός από τις μυλόπετρες η σκάφη. Είχε χώρο, θέση για να τοποθετούνται οι σάκοι με το σιτάρι, για να το αλέσουν, θέση για τους σάκους με το άλεσμα, το αλεύρι, πλάστιγγα κάπως μικρή για να ζυγίζει ο μυλωνάς το σιτάρι και το άλεσμα και στη δυτική πλευρά του στον τοίχο κρεμασμένο σε ένα καρφί, ένα παλιό καντάρι. Πάνω είχε πάτωμα για να αναπαύεται ο μυλωνάς. Καθώς η είσοδός του ήταν στον ανηφορικό δρόμο, πάλι ισόγειο ήταν. Νομίζω πως είχε ένα ή δύο σκαλοπάτια για να μπεις μέσα. Στο βάθος ο όροφος είχε τζάκι ανατολικά και νότια πάνω από τη δίφυλλη πόρτα του μύλου είχε ένα μικρό κάπως παράθυρο, κάτω δε από τη χαμηλή ποδιά του, ένα κρεβάτι πρόχειρα στρωμμένο, με τάβλες, να αναπαύεται ο μυλωνάς.
Πάνω η οροφή ήταν στέγη ψαλιδωτή, τα δε ξύλα, τα ψαλίδια κατάμαυρα από την κάπνα, από το τζάκι και τα πλατάνια έστεκαν θεόρατα πάνω από το μύλο. Τώρα είδα ένα σπιτάκι ερειπωμένο, μια σταλιά, τέσσερις τοίχοι μια οργιά ο καθένας. Πώς χώραγαν όλα αυτά που αναφέρω μέσα σε αυτό! Δεν υπήρχε πόρτα δίφυλλη, ούτε καλαχίδα, ούτε σκάφη. Μα δεν υπήρχε ούτε πάτωμα ούτε παράθυρο, ούτε τζάκι. Ούτε καν ψαλιδωτή στέγη. Μόνο μερικές πλάκες πάνω στους τοίχους ακουμπισμένες μαρτυρούσαν ότι κάποτε αποτελούσαν μέρος της πλακοσκεπούς στέγης του. Μονάχα τα πλατάνια έστεκαν θεόρατα όπως τότες. Κάτω στο βάθος που ήταν οι μυλόπετρες και πιο πέρα, στρώμα τα πλατανόφυλλα και εκεί στην άκρη στη βορινή πλευρά στον τοίχο ακουμπισμένη γερτή μια μυλόπετρα.
Δεν ξέρω πώς μου φάνηκε. Βιάστηκα να φύγω, ανηφορίζοντας να περάσω τη γέφυρα, να μπω στο δρόμο, στο μονοπάτι προς το χωριό μας, με το κεφάλι σκυμμένο και με μια θλίψη στα μάτια, σαν να είχα απαντήσει νεκρό.