Ελληνοϊταλικός Πόλεμος.
Φωτογραφία που εκφράζει με χίλιες λέξεις τα ολίγα αναγραφόμενα υπό του ιδίου στην πίσω πλευρά της.
Προφυλακές πάνω στις κορυφές στο Τεμπελένι της Β. Ηπείρου αρχές του 1941. Μια ζωντανή ιστορία.
Από τις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου τα πάντα εδώ επάνω σκεπασμένα με πυκνό χιόνι. Το κρύο τσουχτερό και διαπεραστικό μέχρι το κόκαλο, ακινητοποιούσε όλο το σώμα και τα άνω και τα κάτω άκρα περισσότερο. Ξημέρωσε μια μέρα αλλιώτικη από τις άλλες και μας βρήκε όπως την περιμέναμε, γιατί είχαν περάσει τόσες άλλες άχαρες χειμωνιάτικες μέρες και νύχτες. Εκεί που στεκόμασταν πρωί πρωί μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, προσπαθώντας να ζεστάνουμε τον αέρα που μας ερχόταν παγωμένος, με τις αχνισμένες εκπνοές μας, φάνηκε να έρχεται προς εμάς ο λοχαγός μας αργά αργά, ακουμπώντας στο ραβδί του που τον βοηθούσε να βαδίζει πάνω στο χιόνι. Στάθηκε λίγα βήματα μπροστά μας, καλημέρισε και καρφώνοντας το βλέμμα του σε μένα και στον φίλο μου τον Φίλιππα, ακούστηκε να λέει, Νάνο και εσύ Τζανετή, πάρτε τα όπλα σας και από δύο χειροβομβίδες και ελάτε κοντά μου. Αφού κάναμε ότι μας είπε τον ακολουθήσαμε χωρίς να πάρουμε και τα κράνη μας. Οι άλλοι συνάδελφοι που μας έβλεπαν είχαν μείνει άφωνοι, μην μπορώντας να εξηγήσουν τι είδους διαταγή ήταν αυτή και γιατί η προτίμησή του περιορίστηκε σε εμάς τους δύο.
Πήγαμε πιο κάτω εκεί πίσω από μια χιονοστιβάδα και άρχισε να μας δείχνει προς το μέρος των Ιταλών, αρκετά μακριά από την τοποθεσία, σε ξέχιονο τοπίο κοντά σε υψηλά έλατα που μόλις τα ξεχωρίζαμε από την πυκνή ομίχλη. Λοιπόν ακούστε λέει ο λοχαγός, θα πάτε εκεί πέρα θα βρείτε τον Αξιωματικό του πυροβολικού που είναι στο παρατηρητήριο μας και θα του δώσετε αυτό το σημείωμα και μας έδειχνε συνέχεια την διαδρομή που θα ακολουθήσουμε με το μπαστούνι. Λίγο πιο κάτω θα βρείτε ξέχιονο μονοπάτι και ξέφωτο τοπίο. Θα βαδίζετε από την άκρη προφυλακτικά, θα κατεβείτε κάτω στην χαράδρα, θα ανεβείτε στην συνέχεια επάνω, θα αγναντέψετε τα έλατα οπότε πλέον πρέπει να έχετε φθάσει. Προσέχετε καλά μην τυχόν πέσετε κοντά σε Ιταλούς και σας πιάσουν, γι αυτό θα πρέπει να εξαφανίσετε προηγουμένως το σημείωμα.
Ξεκινήσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον σιγανομουρμουρίζοντας για όλα αυτά, οπότε τον ακούσαμε να φωνάζει όχι έτσι, να βαδίζετε ο ένας πίσω από τον άλλο. Προχωρούσαμε άφωνοι, σιωπηλοί, ψυχροί και σε όσο πηγαίναμε τόσο ανέβαινε το θερμόμετρο του φόβου και όλο ερχόταν στην σκέψη μας εκείνη η πρόταση, μην τυχόν πέσουμε στα χέρια των Ιταλών. Τα λένε τέτοια πράγματα σε τέτοιες στιγμές; Φθάσαμε σε λίγο στο ξέχιονο μονοπάτι και ακούστηκαν να σκάζουν από πάνω μας στον αέρα βλήματα εγκαιροφλεγή και να σκορπούν τριγύρω μας θραύσματα. Πέσαμε γρήγορα σε κάτι θάμνους μέσα για λίγο και πάλι ξεκινήσαμε. Κάναμε την σκέψη ότι εκεί στο ξέφωτο μας επεσήμαναν οι Ιταλοί και μας κτυπούσαν. Πήραμε λίγο θάρρος συγκεντρώσαμε τις δυνάμεις μας, ορμήσαμε σε μια κατηφοριά πολύ ανώμαλη, κάναμε το σώμα μας ένα κουβάρι με το κεφάλι σχεδόν στα σκέλια μας, όπως θα έλεγε κανείς, και έτσι κατρακυλήσαμε κάτω στην χαράδρα. Εκεί δεν μας έβλεπαν γιατί σταμάτησαν μας ρίχνουν.
Σταθήκαμε για λίγο ανάψαμε ένα τσιγάρο και ξαφνικά γυρίζει ο Φίλιππας και μου λέγει, ακούω κάτι κουβέντες εδώ κοντά και νομίζω ότι δεν μιλούν Ελληνικά αλλά μάλλον Ιταλικά. Θα πέσαμε κοντά στους Ιταλούς όπως φαίνεται και τώρα τι γίνεται; Με τα χέρια τρεμουλιασμένα ετοιμάσαμε τα όπλα μας και περιμέναμε. Απόλυτη ησυχία βασίλευε γύρω μας οπότε ξεχωρίσαμε ότι εκείνες οι αδύνατες κουβέντες έρχονταν ακριβώς από λίγο πιο ψηλά, εμπρός μας. Ο φίλος μου με έκδηλη ανησυχία μου λέγει, θα ανέβω τον τοίχο για να δω τι γίνεται. Με το ένα χέρι στο τουφέκι και το άλλο σκαρφαλώνοντας ξεπρόβαλε το κεφάλι του. Εγώ κρατώντας την αναπνοή μου περίμενα μετριάζοντας τον φόβο μου από την τόλμη του. Σε μια στιγμή γυρίζει και μου λέει, έτσι σαν να μην έτρεχε τίποτα, είναι δυο Ιταλοί καθισμένοι και έχουν σηκώσει τα χέρια, ανέβα γρήγορα και εσύ. Έως ότου και εγώ ανεβώ τους είχε πλησιάσει.
Εις το αντίκρισμα αυτών των δύο που έμοιαζαν σαν φαντάσματα μείναμε άφωνοι. Απελπισία και φρίκη μας περιέλουσε. Τους κοιτάζαμε και μας κοίταζαν. Τα πρόσωπά τους σκελετωμένα, τα μάτια τους βαθουλωμένα, τα χέρια τους τρεμουλιασμένα, τα πόδια τους παραμορφωμένα και κολλημένα πάνω από τις λάσπες. Το σώμα τους έτσι όπως εκάθηντο, είχε σχηματίσει μια βαθούλα πάνω στο βρεγμένο χώμα. Μας κοίταζαν με ένα βλέμμα ικετευτικό ζητώντας από μας βοήθεια, ψελίζοντας "γκρέκο, γκρέκο χοσπιτάλε, χοσπιτάλε", επαναλαμβάνοντας και οι δυο. Προσπαθούσαν να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι εκεί ήταν 4 ημέρες και ότι είχε γίνει μάχη και τους άφησαν οι δικοί τους και έφυγαν. Τι είχαμε σε όλα αυτά να τους απαντήσουμε; Κουνούσαμε τα κεφάλια μας και τους δίναμε την εντύπωση ότι νιώσαμε το δράμα τους και θα φροντίσουμε να τους βοηθήσουμε. Τους προσφέραμε από ένα τσιγάρο, τους καθησυχάσαμε ότι θα πάμε και θα γυρίσουμε πάλι από το ίδιο μέρος και θα τους πάρουμε. Όλα αυτά βέβαια μόνο με νοήματα.
Τέλος για να μην χάνουμε καιρό τους αφήσαμε και πηγαίνοντας πιο πέρα λίγα βήματα, πάλι δεχθήκαμε τα ίδια βλήματα από πάνω μας. Κάναμε λίγο να παραμερίσουμε από το μονοπάτι και τους ακούμε να φωνάζουν με μισοσβησμένη φωνή, "γκρέκο, γκρέκο" και να απλώνουν τα χέρια τους και κρατώντας τα κράνη τους. Γυρίσαμε πλησιάσαμε και έλεγαν συνέχεια "μίο μόρτο, μίο μόρτο" και μας έδιναν τα κράνη τους. Μπροστά σε αυτή τη σκηνή σταματά το μυαλό κάθε ανθρώπου, όταν βλέπει τον αντίπαλό του να θέλει να τον προφυλάξει από τον κίνδυνο και εκείνος με αυτήν του την χειρονομία να μένει εκτεθειμένος. Τι να σκεφθεί κανείς;
Μοιράζεται η ανθρώπινη ζωή και ενώνεται αληθινά με την ζωή του πρώτου πονεμένου. Να το πάρεις το κράνος του για να σωθείς εσύ και να σκοτωθεί ο άλλος; Τι θα κάνεις; Τι γενναία ψυχή έχει εκείνος που σου το προτείνει! Τι ανθρωπισμός, έλα και εσύ τώρα να πάρεις την απόφαση. Το παίρνεις λοιπόν στο τέλος και κάνεις ένα εσωτερικό όρκο και μια υπόσχεση ότι θα φροντίσεις για αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα συναδέλφους σου έστω και ας είναι μέχρι προ ολίγου, εχθροί και αντίπαλοι. Εδώ κυριαρχεί ο ανθρώπινος νόμος που η δυστυχία ενώνει τους ανθρώπους και ο κοινός πόνος κάνει φίλους και τους πιο άσπονδους εχθρούς. Τα πήραμε λοιπόν τα κράνη τους, σκεπτικοί μη μπορώντας να μετρήσουμε το μέγεθος αυτής της μεγάλης προσφοράς τους. Περπατούσαμε με τα κεφάλια μας σκεπασμένα με εχθρικά κράνη, που τώρα έγιναν φιλικά, κουβαλώντας στους ώμους μας εκείνες τις βαριές σκηνές του πόνου αυτών των ανθρώπων. Ήταν ζωντανοί νεκροί και κατέκειντο εκεί.
Βαδίζοντας έτσι άφωνοι και με χίλιες δυο προφυλάξεις, φθάσαμε στον τόπο προορισμού μας και πλησιάσαμε στους συναδέλφους μας του παρατηρητηρίου, που ήσαν τρυπωμένοι σε σχισμές βράχων. Βγήκαν έξω, μας ερώτησαν από που ερχόμαστε και τι θέλουμε. Κάλεσαν αμέσως τον αξιωματικό τους που κατέβηκε εκείνη την στιγμή με τα κιάλια του στο χέρι από ένα έλατο. Του δώσαμε το σημείωμα το διάβασε προσεκτικά, έγραψε ένα άλλο και μας το έδωσε. Πολύ λίγες κουβέντες ανταλλάξαμε μας έδωσαν ένα κυπελάκι κονιάκ και μια χούφτα σταφίδες και φύγαμε. Πριν ακόμα απομακρυνθούμε θεωρήσαμε καθήκον μας να αναφέρουμε πως συναντήσαμε εκείνους τους άμοιρους. Εις απάντησιν μας είπαν ότι και αυτοί τους είχαν ιδεί και απόρησαν πως ήταν ακόμα στην ζωή. Τι ψυχρός που είναι ο πόλεμος. Μας είπαν ότι από εκεί που ήταν, ήταν τελείως αδύνατος η μεταφορά τους, και έμεναν καταδικασμένοι σε αργό και φρικτό θάνατο.
Φύγαμε γυρίζοντας από τον ίδιο μονοπάτι. Τους βρήκαμε όπως τους αφήσαμε, μας ικέτευαν οι δύστυχοι δια να τους σώσουμε. Ανανεώσαμε την υπόσχεσή μας ότι θα κάναμε ότι μπορούσαμε δια την ζωή των. Τους δώσαμε λίγες σταφίδες, αφήσαμε τα κράνη τους κοντά τους παρά την επιμονή τους να τα πάρουμε. Δεν ήταν να υπήρχε εκεί ένα δρομάκι έστω λίγο στενωπό, ίσα ίσα να χωρούσαμε για να μπορέσουμε έστω να τους μετακομίσουμε για λίγο; Τίποτα δεν υπήρχε, η μαύρη τους η μοίρα εκεί τους έταξε να αργοπεθάνουν. Καημένα παιδιά σας έφεραν και εσάς εδώ όπως και εμάς εκείνοι που κάνουν τους πολέμους. Τι φταίξαμε εμείς και εσείς, στην ίδια μοίρα είμαστε. Εμείς όμως είχαμε ένα λόγο πάρα πάνω γιατί είμαστε αμυνόμενοι και εσείς επιτιθέμενοι. Αλλά αυτή την στιγμή που στεκόμαστε εμπρός στο δικό σας δράμα παραμερίζονται όλα τα άλλα και γιγαντώνεται η ανθρώπινη καλοσύνη και απλώνει τα χέρια για βοήθεια. Σε ανάλογες στιγμές πόνου, ευρέθει και ο Ερρίκος Ντυνάν στην μάχη του Σολφερίνου και πήρε την μεγάλη απόφαση να περισυλλέξει τους παρατημένους τραυματίες και να γεφυρώσει τον πόνο των δύο αντιπάλων, επάνω στο ίδιο κρεβάτι.
Η ώρα περνούσε και σε λίγο θα νύχτωνε και επιταχύναμε το βήμα για να προλάβουμε, αφήνοντας πίσω μας πάνω στον υγρό τάφο τους κείνους τους δύο. Ο τελευταίος χαιρετισμός έγινε αυτή την φορά δια χειραψίας και έμεινε πάνω στο χέρι μας η νεκρική κρυάδα της παλάμης τους. Με μάτια δακρυσμένα και εμείς και αυτοί απομακρυνθήκαμε γυρίζοντας κάθε τόσο πίσω τα βλέμματά μας έως ότου χαθήκαμε ανηφορίζοντας.
Φθάσαμε στο καταυλισμό μας, δώσαμε το σημείωμα στον λοχαγό, το διάβασε και μας είπε ένα, μπράβο παιδιά. Εμείς συμπληρώνοντας του αναφέραμε για τους τραυματίες και εκείνος εκφράζοντας την απορία του, είπε ξερά ξερά, ζουν ακόμα; όπως είδατε και εσείς είναι τελείως αδύνατον να μεταφερθούν, και δικοί μας να ήταν, δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτα. Κλείνοντας κανείς όλη αυτή την ιστορία, μένει με πάρα πολλά ερωτήματα χωρίς να μπορεί να δώσει ανάλογες απαντήσεις. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τους σκέπασε και ας παραμένει ζωντανή η ανάμνηση αυτής της φρικτής ιστορίας.
Έγραφον εν Χαλκίδι κατά Νοέμβριον 1994
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΝΟΣ
Συνταξιούχος Διδάσκαλος.