Την προπαραμονή των Χριστουγέννων τοποθετούσαμε το βράδυ, πίσω από την πόρτα του σπιτιού μας, στο χωριό μου, ένα φτυάρι για να ξεχιονίσουμε το πρωί το δρόμο και ένα ταγαράκι για τα καλούδια που θα μας πρόσφεραν οι συγχωριανοί μας σαν λέγαμε τα κάλαντα. Σχεδόν πάντοτε είχε χιονίσει τα Χριστούγεννα και το ύψος του χιονιού ήταν τουλάχιστον μισό μέτρο. Μόλις ξημέρωνε ξεκινούσαμε δύο - δύο, ανοίγαμε με το φτυάρι το δρόμο και ανηφορίζαμε στις ρούγες. Θυμάμαι ακόμη το βουβό ήχο που άφηνε το φρέσκο χιόνι, σαν το πατούσαμε.. και τους χιονάδες και τους κοκκινολαίμηδες που τιτίβιζαν στο ξέχιονο. Χτυπούσαμε τα σφυρήλατα μάνταλα στις εξώπορτες και μας άνοιγαν οι νοικοκυρές σκουπίζοντας τα χέρια στη ποδιά τους για να φύγει το αλεύρι από τις πίτες και τους κουραμπιέδες που έφτιαχναν. "Καλώς τους, καλώς τους". Μας περίμεναν σαν γούρι και σαν ευλογία για το σπιτικό τους. Να τα πούμε; "Να τα πείτε παιδιά μου". Τεντώναμε αψηλά το κεφάλι να βγάλουμε δυνατή -κοκορίσια φωνή για να ευχαριστήσουμε την Κυρά και τον Κύρη του σπιτιού. "Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου....".
Σαν τελειώναμε ακολουθούσαν οι ευχές (εκατέρωθεν) και για δώρο μας τοποθετούσαν στο ταγαράκι μας λίγα ξερά σύκα ή λίγα καρύδια. Αν είχαν ψιλά μας έδιναν μια τρύπια δεκάρα ή στην καλύτερη μια τρύπια εικοσάρα. Πετούσαμε από χαρά και ροβολούσαμε στο χιόνι για το άλλο σπίτι με το αναμμένο τζάκι, που κάπνιζε σαν θυμίαμα στον ουρανό. Έξω υπήρχε η απόλυτη ησυχία του χιονιού και μέσα στα σπιτάκια η ζεστασιά από το τζάκι και η ευωδιά από τις πίτες και τους κουραμπιέδες....Μέχρι το μεσημέρι κρατούσε το επισκεπτήριο αυτό και ήταν τόσο δυνατές οι εικόνες, τα καλωσορίσματα και οι ευχές αλλά και τα τραγουδίσματα των καλάντων που χρωμάτισαν καθοριστικά, μαζί με άλλα, τα παρτέρια... της ψυχής μας.