ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΕΣΙΤΡΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ
“ Ἐν τῇ κοιμῄσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες”
της Γεωργούση Ν. Μαρίας*
Στην αγωνιώδη διαδρομή του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στην κατάξερη έρημο της σημερινής ζωής, υπάρχουν πνευματικές οάσεις, οι οποίες του ανανεώνουν τις δυνάμεις, του ενισχύουν το φρόνημα και του αναπτερώνουν τις ελπίδες για συνέχιση του αγώνα του προς τον τελικό σκοπό, την εύρεση της αλήθειας και της ευτυχίας ,την τελείωσή του. Είναι τα γεγονότα εκείνα μέσω των οποίων αποκαλύπτεται η αγάπη του Θεού στα πλάσματά Του και η ανύστακτη Πρόνοιά Του για την σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου.
Στη διακονία του φιλάνθρωπου θεϊκού σχεδίου για το σκοπό αυτό, την πρώτη θέση κατέχει η Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «τόν μέν Θεόν υἱόν εποίησε, τούς δε ανθρώπους, υἱούς ἀπειργάσατο» και η οποία μετά την κοίμησή της δεν έπαψε να μεριμνά για την κληρονομιά της. Η Θεοτόκος, «ἡ μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη» (Λουκ. Α΄29) είναι η ιερότερη ανθρώπινη ύπαρξη, την οποία χρησιμοποίησε ο Θεός για την ανάπλαση του ανθρώπινου γένους. Είναι η δεύτερη Εύα, η οποία με την υπακοή της στο θέλημα του Θεού κατήργησε τη δύναμη του νοητού όφεως του διαβόλου. Γι’αυτήν ο Θεός από την εποχή της πτώσεως είχε προείπει, απευθυνόμενος στον όφι: «καί ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σοῦ καί ἀνά μέσον τῆς γυναικός καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματός σου και ἀνά μέσον τοῦ σπέρματός αὐτῆς, αὐτός σου τηρήσει την κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γεν.Γ΄15-16), ανακοινώνοντας έτσι στον άνθρωπο το Πρωτοευαγγέλιο, την πρώτη καλή είδηση, για την επερχόμενη σωτηρία του από το θάνατο και την αμαρτία, μέσω της Ενανθρώπησης και Ανάστασης του Χριστού.
Τη συμβολή της Παναγίας στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας, δηλαδή το σχέδιο του Θεού για τη λύτρωση του ανθρώπου, μέσω της ελεύθερης αυτοπροσφοράς της στην κλήση του Θεού, περιγράφουν με πολλή ακρίβεια οι προφήτες. Τα βιβλία τους είναι προτυπώσεις και προεικονίσεις της Παναγίας. Κατά τον Άγιο Δαμασκηνό, η Θεοτόκος είναι η αποκορύφωση και ο καρπός όλης της παλαιοδιαθηκικής προετοιμασίας της ανθρωπότητας για την υποδοχή του σαρκωθέντος Θεού. Είναι η κορυφή και το τέλος όλης της Παλαιάς Διαθήκης. Η μήτηρ του Κυρίου είναι αληθινή Θεοτόκος, αφού γέννησε τον σαρκωθέντα Θεό Λόγο, με το να δεχτεί να καταστεί το δοχείο της Χάριτος του Θεού, να ενώσει τον ουρανό με τη γη. Κατά την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο «ὁμολογοῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον, Θεοτόκον, διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι καἰ ἐξ αυτῆς τῆς συλλήψεως ἐνώσαι ἑαυτῷ τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα λαόν». Ομοίως, με τον όρο Θεοτόκο, αποδίδουμε στη Μητέρα του Κυρίου και το αειπάρθενον, το οποίο συνάγεται έμμεσα από την υποστατική ένωση, που σημαίνει πως η Παναγία παρέμεινε παρθένος πριν ,κατά και μετά τον τόκο του Ιησού. Ο όρος, Παναγία, προκύπτει από τους δύο προηγούμενους, δηλαδή από το γεγονός ότι γέννησε το Θεό και εκφράζει την πλήρη αγιότητά της, γιατί έγινε μητέρα του Θεού.
Στην Θεοτόκο αποδίδει η εκκλησία σχετική αναμαρτησία-αφού όπως όλοι οι άνθρωποι κληρονόμησε το προπατορικό αμάρτημα- από το οποίο καθαρίζεται κατά τη στιγμή της συλλήψεως του Θεού Λόγου,λόγω του ότι ο απολύτως αναμάρτητος πάνω στη γη υπήρξε μόνο ο Θεάνθρωπος. Ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας ομολογεί ότι «ὁ Θεός ἡμῶν Ἰησούς Χριστός ἐκυοφορήθη ὑπό Μαρίας κατ’οἰκονομίαν Θεοῦ».Οι μεγάλοι Πατέρες του Δ’ αιώνος Βασίλειος, Γρηγόριος και Χρυσόστομος τονίζουν επίσης τον κεντρικό ρόλο της Θεοτόκου στο έργο της οικονομίας του Θεού. Ο Άγιος Αλέξανδρος Αλεξανδρείας χρησιμοποιεί πρώτος τον όρο Θεοτόκος και παρουσιάζει τη Μαρία ως «τήν εἰκόνα τῆς ἐν οὐρανοῖς ζωῆς». Το ίδιο και ο Μέγας Αθανάσιος. Ο Αγιος Επιφάνιος Κύπρου σε δύο έργα του «Πανάριον» και «Αγκυρωτός», ονομάζει τη Θεοτόκο «Μητέρα των ζώντων» και την τοποθετεί στο υψηλότερο σημείο αγιότητας. Επειδή αξιώθηκε πάνω στη γη να γίνει ο ναός του Κυρίου, μεγάλωσε ως προς τη δόξα πάνω από κάθε άνθρωπο και πάνω από τους Αγίους και τους αγγέλους ακόμα, αλλά και κατά χάριν κοινώνησε της ίδιας της δόξας της Θεότητας. Γι’αυτό είναι η κατ΄εξοχήν μέτοχος της Θείας Μακαριότητας πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, δηλαδή γεύεται ήδη τη δόξα του Παραδείσου. Τη δόξα αυτή αποδίδει ο ιερός Δαμασκηνός όχι απλώς ως υπερβάλλοντα τιμή προς τη Θεοτόκο, αλλά ως αληθή καταγλαϊσμό και την εκλάμπρυνση αυτής από την κοινωνία της με τη Θεότητα. Γι΄αυτό και οι δοξάζοντες την Θεοτόκο πορίζονται της δόξας αυτής για τους εαυτούς τους, αφού η Θεοτόκος, όπως και ο ίδιος, ο Θεός, χαρακτηρίζεται ως ανενδεής της δόξας των ανθρώπων.
Είναι όμως αλήθεια ότι η Θεοτόκος, ως «πηγή της ζωής» ,παρέχει ζωή στον κόσμο και ως «ακένωτος θησαυρός χαρισμάτων», διαμοιράζει στους πιστούς τα θεϊκά χαρίσματα με ποικίλους τρόπους. Έχει καταστεί το κέντρο της ευλάβειας των πιστών. Οι εορτές, οι ναοί, τα θαύματά της είναι μια καθημερινή εμπειρία του λαού. Από τα θαύματά της, τα πιο συγκλονιστικά είναι οι ιερείς εμφανίσεις της, οι ολοφάνερες δηλ. παρουσίες της σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο στους πιστούς. Αυτές είναι υπερφυσικές και αισθητές εκδηλώσεις μέσω των οποίων η Παναγία καθίσταται παρούσα στις εξωτερικές ή εσωτερικές αισθήσεις. Τονίζουν την οργανική και ενεργό θέση της μέσα στο σώμα της εκκλησίας, τη διαχρονική και παγκόσμια παρουσία της ανάμεσα στους πιστούς, τη συμβολή της στη διάδοση του λυτρωτικού μηνύματος του ουρανού και τον πρεσβευτικό μεσιτικό της ρόλο. Το πρόσωπό της συνάπτεται προς την έννοια της Εκκλησίας. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς την Παναγία. Η Υπεραγία Θεοτόκος, «Εκκλησία». Η ίδια έγινε Εκκλησία και εγέννησε την Εκκλησία. Οι ηλιακές ακτίνες της λαμπρότητάς της καταυγάζουν το πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας. Γύρω από αυτήν λειτουργεί η πνευματική ζωή και χαίρει η κτίση. Όταν της ψάλλουμε τον θριαμβευτικό ύμνο «ἐπί σοι χαίρει Κεχαριτωμένη πᾶσα ἡ κτίσις, Ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος» εξωτερικεύουμε τη λατρεία σ’ αυτήν που έγινε και καθημερινά γίνεται για μας πρόξενος σωτηρίας και χαράς.
Δεν περνά ημέρα που να μην την επικαλεστούμε και προστρέχουμε σ’ αυτήν για κάθε μας πρόβλημα. Την αισθανόμαστε Μητέρα και είναι η Παναγία Μητέρα όλου του κόσμου. Η μητρική της ιδιότητα είναι εκείνη που την καθιστά ικανή να πρεσβεύει μετά παρρησίας στον Υιό και Θεό της. μεταφέροντας στο Θρόνο Του τις δικές μας παρακλήσεις. Είναι σε θέση να μαλακώνει και να καταπραϋνει τη δίκαιη απογοήτευση του Θεού για τις παρεκτροπές και τις αποκλίσεις από το δικό Του θέλημα και τη ροπή μας προς την αμαρτία. Δεν είναι ένα άσχετο και ξένο πρόσωπο, αλλά αυτή η ίδια η σάρκα μας, αγιασμένη όμως και εξαγνισμένη από τη χάρη του Θεού. Γίνεται διαπορθμευτής των ανθρώπων από τη γη προς τον ουρανό. Η ευγνωμοσύνη, η εμπιστοσύνη και η αγάπη του πιστού λαού στην Παναγία αποτυπώνονται στην υμνογραφία, στη Λαογραφία, στην Τέχνη και τη λατρεία.
Κορυφαία εορτή του ορθόδοξου θεομητορικού εορτολογίου είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου στις δεκαπέντε Αυγούστου, γι’ αυτό και ο Αύγουστος χαρακτηρίζεται ως μήνας της Παναγίας. Εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα την εποχή του αυτοκράτορα Μαυρικίου, ο οποίος έκτισε ναό στη Γεθσημανή, όπου κατά την παράδοση ετάφη η Θεοτόκος. Η Παναγία πέθανε με θάνατο ανθρώπινο. Ως απόγονος του Αδάμ υπόκειται στους νόμους της φύσεως. Ήταν «καλλίστη ἐκδημία», «ζωτική μεταβίωσις», «θεία μετάστασις», «κοίμησις»,σύμφωνα με τον Ιερό Δαμασκηνό. Ο θάνατος δεν την χώρισε από την επίγεια εκκλησία. Μιμούμενη το θάνατο του Υιού της «θνήσκουσα σύν τῷ Υἱῷ ἐγείρει διαιωνίζουσα»(τροπάριο α΄ Ωδής, όρθρου 15ης Αυγούστου). Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας αναφερόμενος στο μυστήριο της Κοιμήσεως της γράφει: η Παναγία ζούσε «έν Χριστῷ». Με το θάνατο της λύεται προσωρινά ο σύνδεσμος ψυχής και σώματος, όπως έχει συμβεί και με το Χριστό. Και η μεν ψυχή της ενώνεται αμέσως με Αυτόν, το δε σώμα της ακολουθώντας τας οδούς του Σωτήρος, λάμπει και «τοῖς νεκροῖς», αγιάζει τη φύση και σπεύδει να ενωθεί με το Χριστό. Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, το σώμα της Θεοτόκου «μετέστη» στον ουρανό, μετά το θάνατό της διότι τότε ακριβώς έγινε άφθαρτο, γνώρισε δηλαδή τη δόξα που πηγάζει από το γεγονός ότι γέννησε τον Θεάνθρωπο Χριστό. Η Μετάσταση της Θεοτόκου είναι οικουμενική πίστη μέσα από την Ιερή Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Κατά τη Κοίμηση της Θεοτόκου, λέει ο Δαμασκηνός, «ταύτη παρειστήκεισαν ἅπαντες οἱ ἄγγελοι καί οἱ μαθηταί.» Οι χριστιανοί προετοιμάζονται για δύο εβδομάδες, με τη νηστεία και την ακολουθία του Μικρού και του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα, τα τροπάρια των οποίων τονίζουν τη θέση της ως μεσίτριας μεταξύ Θεού και ανθρώπων και εκφράζουν την ευλάβεια τους για το γεγονός της Κοιμήσεως. Τη μέρα αυτή τιμάται το πρόσωπο της Παναγίας με εκδηλώσεις αφοσίωσης, δοξολογικούς αίνους και πανηγυρισμούς στους τόπους των προσκυνημάτων της. Από την Τήνο μέχρι τη Σουμελά στο Βέρμιο, από τη Χοζοβιώτισσα της Αμοργού μέχρι την Ξενιά της Θεσσαλίας, από την Εκατονταπυλιανή της Πάρου του Αιγαίου μέχρι την Εικοσιφοίνισσα της Μακεδονίας, στήνεται ένα μοναδικό λατρευτικό τραγούδι. Εκτός από την Κοίμηση εορτάζονται και τα εννιάμερα. Ο ελληνικός λαός προσωνύμησε την ελληνική του Παναγία με άπειρες επωνυμίες, ανάλογα με τις ανάγκες, τις προσδοκίες του ή από τον τρόπο της εικονογραφίας της, τα θαύματά της ,τις σχετικές με Αυτήν δοξασίες και παραδόσεις, τον τόπο και τον τρόπο που βρέθηκε η εικόνα της ή χτίστηκε ο ναός της, από ιδιότητες που της αποδίδονται κ.ά.
Αμετάθετη είναι η πίστη της εκκλησίας στις κοσμολογικές διαστάσεις του έργου της Παναγίας για τη σωτηρία του κόσμου, γιατί με την Κοίμησή της δεν αφήνει τον κόσμο, καθώς ο Υιός της παραλαμβάνει την ψυχή της, αλλά αυτή η Μητέρα της ζωής μεταβαίνει προς τη ζωή, χαρίζοντας την ελπίδα στους πιστούς ότι θα συνθλιβούν οι θλίψεις που τυραννούν την ψυχή τους. Κατά αυτόν τον τρόπο, το μικρό Πάσχα του καλοκαιριού γίνεται και αυτό ένα πέρασμα από την απελπισία στην ελπίδα ,όπως το Πάσχα της Ανάστασης του Ιησού, είναι το πέρασμα από το θάνατο στη ζωή.
Ακούραστη και ακοίμητη στο σωτήριο και πρεσβευτικό της έργο δέχεται τα δάκρυα και τα αιτήματα των ανθρώπων και δεν παύει να ανταποκρίνεται στις ικεσίες της Εκκλησίας και να εμφανίζει τη δόξα της στις καθαρές καρδιές.
Στον απατεώνα αιώνα μας η παρουσία της Παναγίας, μέσω των θαυμάτων και των εμφανίσεων της, αποτελεί την από το υπερπέραν παρήγορη φωνή που εγγυάται τη λύτρωση μας από τα δεινά της ζωής και υπόσχεται την απόλαυση των αιωνίων αγαθών «ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. Β’ 9). Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση των θαυμάτων και τη σύλληψη των ουράνιων μηνυμάτων είναι η εσωτερική κάθαρση του καθενός.
Γεωργούση Ν. Μαρία |
Εκπαιδευτικός Θεολόγος, πτυχιούχος Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Πανεπιστημίου Πελοποννήσου |
Ζαφείρης Ι. Κωνσταντῖνος |
Επιμέλεια κειμένου, φοιτητής Πολυτεχνείου Βιέννης στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και τεχνολογίας πληροφορικής |