Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο, η ίδρυση των πρώτων αποικιών στην Ιταλία ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα των γνώσεων που αποκόμισαν με τα ταξίδια τους στις θαλάσσιες οδούς της Μεσογείου, οι Ευβοείς κάτοικοι της Χαλκίδας, της Ερέτριας και της Κύμης.
Για την ίδρυση της Κύμης μας πληροφορεί ο Στράβων στα Γεωγραφικά του (Ε243):
...στη συνέχεια, ύστερα από αυτές τις πόλεις είναι η Κύμη, πανάρχαιο κτίσμα Χαλκιδαίων και Κυμαίων. Είναι η πιο παλια πόλη από όλες τις σικελικές και τις ιταλιώτιδες. Αυτοί που οδηγούσαν τους αποίκους, ο Ιπποκλής ο Κυμαίος και ο Μεγασθένης ο Χαλκιδαίας, έκαναν μεταξύ τους συμφωνία, οι μεν να θεωρηθεί δική τους η αποικία, ενώ οι άλλοι να της δώσουν το όνομα. Γι αυτό και σήμερα λέγεται Κύμη. Στα παλιά χρόνια άκμαζε...
Ομοίως και ο Λίβιος, ιστορικός από τη Ρώμη,υποστηρίζει τη χαλκιδαϊκή καταγωγή της Κύμης, και δίνει την πλήρη εικόνα της ανάπτυξης της ελληνικής παρουσίας στον κόλπο της Νεάπολης: Η Παλαιόπολη ήταν χτισμένη κοντά στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται η Νεάπολη. ΄Ηταν δυο πόλεις με πληθυσμό του ίδιου γένους, που καταγόταν από την Κύμη, και οι Κυμαίοι προέρχονται από την Χαλκίδα της Εύβοιας. Με τη βοήθεια του στόλου που τους είχε φέρει εκεί από την πατρίδα, απέκτησαν μεγάλη δύναμη κατά μήκος των ακτών της θάλασσας όπου είχαν εγκατασταθεί...
Ενδιαφέρον παρουσιάζει που αναφέρει για τους Ευβοείς ιδρυτές της Κύμης , ότι είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη κατά μήκος των ακτών, που σημαίνει ότι ήλεγχαν τη ακτοπλοϊα και το εμπόριο. Εξ άλλου και ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι γνωρίζει Κυμαίους ναυτικούς στις θάλασσες και τα στενά προς τη Δύση.
Η Κύμη από εμπορικός σταθμός στην αρχή γίνεται στη συνέχεια κανονική αποικία που μπορεί να προσφέρει σε αλλεπάλληλα κύματα αποίκων, τα εύφορα και καλλιεργήσιμα εδάφη, τα οποία δεν μπορούν να διαθέτουν στη γενέτειρά τους. Ως αρχαιότερη από όλες τις ελληνικές πόλεις στη Δύση η Κύμη παίζει το διπλό ρόλο της εμπορικής αποικίας και της αγροτικής βάσης. Ταυτόχρονα όμως γίνεται, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, μια πολύ σημαντική παραμεθόρια πόλη, από πολιτιστική άποψη, στα σύνορα με τον ετρουσκικό – λατινικό κόσμο. Η Ρώμη ιδιαίτερα, μέσω της Κύμης αφομοιώνει τον ελληνικό πολιτισμό, εμπλουτίζοντας συνέχεια τα πρότυπα της ζωής της: από την εισαγωγή του αλφαβήτου μέχρι τη γένεση της λόγιας γλώσσας, από την εισαγωγή νέων θεοτήτων μέχρι τη σταθεροποίηση νέων μορφών λατρείας και από την υιοθέτηση ηθών, εθίμων, τεχνολογίας μέχρι την επιλογή μεθόδων θεραπείας.
Σήμερα είναι δύσκολο να φανταστούμε την περιοχή όπου οικοδομήθηκαν στη διάρκεια ενός αιώνα (8ος-7οςπ.Χ.) η Κύμη, η Δικαιάρχεια και η Παρθενόπη- Νεάπολη. Τα εδάφη ήταν απίστευτα εύφορα και παρήγαν σιτηρά, κρασί, λάδι και οπώρες. Οι λόφοι και οι όχθες ήταν καλυμμένοι από δάση με παράλια πεύκα, βελανιδιές και πουρνάρια. Η θάλασσα ήταν πλούσια σε ψάρια και όλα τα θαλασσινά. Η φυσική ομορφιά του τοπίου μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τα πιο όμορφα μέρη της Ελλάδας.
Προστατευμένη από τη φυσική της ακρόπολη, προικισμένη με ένα καλά οχυρωμένο λιμάνι, περικλεισμένη από ισχυρά τείχη, η Κύμη ευημέρησε από τις εμπορικές της συναλλαγές με τους Ετρούσκους, τους Αιγυπτίους, τους Φοίνικες, τους Λίγυρες και άλλους λαούς της Μεσογείου. Εδραίωσε μια πανίσχυρη εμπορική κυριαρχία και ίδρυσε δύο αποικίες, την Παρθενόπη και τη Δικαιάρχεια.
Οι Ετρούσκοι από τον 6ο αι. π.Χ., είχαν εγκατασταθεί στην Καμπανία και κυβερνούσαν τη Ρώμη με τη δυναστεία των Ταρκυνίων. Τους Έλληνες της Κύμης δεν τους ενοχλούσαν γιατί ήταν πολύ σημαντικοί έμποροι και κάθε λαός διατηρούσε τη δική του πολιτιστική ιδιαιτερότητα και τη δική του πολιτική ανεξαρτησία.
Όμως μετά το 540 π.Χ. η ετρουσκική επέκταση στο Νότο άρχισε να απειλεί τις ελληνικές εγκαταστάσεις. Έτσι το 525 π.Χ., έγινε η πρώτη σύγκρουση. Ο ετρουσκικός στρατός συμμάχησε με τους Ούμβριους, τους Δαύνιους και τους Μεσσάπιους και έφτασε στον απίστευτο αριθμό των 500.000 ανδρών. Όμως η ορδή αυτή διαλύθηκε από τη φάλλαγγα των Κυμαίων, που είχε παραταχθεί μπροστά στα τείχη. Τράπηκε σε φυγή μέσα στη σύγχυση και ενώ τα σύννεφα της καταιγίδας σκοτείνιαζαν στον ουρανό, το ιππικό των Κυμαίων εφορμούσε στα πλευρά.
Μέσα στη ραγδαία βροχή, ο ετρουσκικός στρατός συντρίφτηκε και η Κύμη διατήρησε την ανεξαρτησία της, ενισχύοντας και τον στόλο της.
Έχοντας αποκρουστεί στην ξηρά οι Ετρούσκοι επιχείρησαν να καταλάβουν την Κύμη από τη θάλασσα αλλά τη φορά αυτή οι Κυμαίοι ζήτησαν την επικουρία ενός ισχυρού συμμάχου, του Ιέρωνα των Συρακουσών, που έστειλε μεγάλο στόλο σημειώνοντας ένδοξη νίκη το 474π.Χ.
Η νίκη αυτή, που ήρθε ως συνέχεια εκείνης των Αθηναίων στη Σαλαμίνα εναντίον των Περσών (480π.Χ.) και της νίκης της Ιμέρας εναντίον των Καρχηδονίων (480 ή 479 π.Χ.), σήμανε το Θρίαμβο των Ελλήνων εναντίον των «βαρβάρων» της Ανατολής, του Νότου και του Βορρά.
Τρεις αιώνες περίπου μετά την ίδρυσή της η Κύμη βρισκόταν στο απόγειο της δύναμης, της ευημερίας και του πλούτου της. Το κενό ισχύος που δημιουργήθηκε από την πτώση της ετρουσκικής δύναμης στην Καμπανία, καλύφθηκε από άλλους ισχυρούς πληθυσμούς της ενδοχώρας (όπως οι Σαμνίτες),που επιτέθηκαν στην Κύμη το 431π.Χ. Οι πολεμιστές έπεσαν στο πεδίο της μάχης, τα οχυρά κυριεύτηκαν, η ακρόπολη ερημώθηκε. Ο πληθυσμός εξολοθρεύτηκε και όσοι επέζησαν πουλήθηκαν δούλοι, ενώ η πόλη πέρασε στα χέρια καινούργιων κυρίων.
Το 338π.Χ. οι Ρωμαίοι κυρίευσαν την αρχαία πόλη, που κάποτε ήταν σύμμαχός τους και το μοναδικό ίχνος της καταγωγής της ήταν το ιερό της Σίβυλλας.
Οι διάφορες ανασκαφές στην περιοχή επιβεβαίωσαν την ανακάλυψη μιας νεκρόπολης, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ευβοϊκής προέλευσης αγγεία. Η αρχαία ακτογραμμή ήταν κοντά στην πόλη που είχε σχήμα ορθογώνιο και στην κορυφή της εντοπίστηκαν τα ερείπια του ναού του Δία, και του ναού του Απόλλωνα. Βρέθηκαν τμήματα ερειπίων από τα τείχη της πόλης σε διάφορα σημεία, ενώ στη νεκρόπολη που είναι βόρεια βρέθηκαν κορινθιακά και ευβοϊκά αγγεία, καθώς και αμφορείς από την Πιθυκούσα.
Η Κυμαία Σίβυλλα, ιέρεια του Θεού Απόλλωνα (Capela Sixtina, Μιχαήλ Άγγελος)