Αγαπητά μέλη και φίλοι των Πολιτιστικών Δεσμών καλά και ευτυχισμένα Χριστούγεννα.
¨Όπως σας είχαμε πληροφορήσει, το Κινηματογραφικό Τμήμα των Πολιτιστικών Δεσμών (ΚΤΠΔ) ξεκίνησε ήδη τη λειτουργία του την περασμένη Τρίτη με την ταινία "Το Δέντρο που πληγώναμε " και με καλεσμένο το δημιουργό της ταινίας Δήμο Αβδελιώδη. Ο σκηνοθέτης,απλός,προσηνής και διαλεκτικός, προλόγισε την ταινία του και αμέσως μετά την προβολή έκανε πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με τους θεατές.
Την προσεχή Δευτέρα στις 26 Δεκεμβρίου στις 7μμ θα προβληθεί η ταινία θρύλος του ελληνικού σινεμά " Συνοικία το Όνειρο" που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης και βραβεύτηκε το 1961 στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Χαρακτηρίστηκε ως τοιχογραφία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου και ως η πρώτη στην Ελλάδα αυθεντική προσπάθεια νεορεαλισμού. Η φιλόδοξη αυτή προσπάθεια γνώρισε καταστροφική αποτυχία, γιατί κυνηγήθηκε για πολιτικούς λόγους, όπως θα διαβάσετε στο κριτικό σημείωμα που έγραψε ο υπεύθυνος του κινηματογραφικού τμήματος.
Ήταν η πρώτη και,δυστυχώς για τον ελληνικό κινηματογράφο, η τελευταία προσπάθεια του Αλεξανδράκη στη σκηνοθεσία.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ- ΚΡΙΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ (1961)
Σκηνοθεσία: Αλέκος Αλεξανδράκης
Σενάριο: Τάσος Λειβαδίτης, Κώστας Γκοτζιάς
Ηθοποιοί: Αλ. Αλεξανδράκης, Αλίκη Γεωργούλη, Μάνος Κατράκης,
Αλέκα Παΐζη, Σαπφώ Νοταρά
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Τραγούδι: Γιώργος Μπιθικώτσης
Φωτογραφία: Δήμος Σακελλαρίου
Σκηνικά: Τάσος Ζωγράφος
Η ταινία απαγορεύτηκε, στη συνέχεια λογοκρίθηκε, οι κομμένες σκηνές κάηκαν στην πυρά μπροστά στον Αλεξανδράκη και τελικώς προβλήθηκε λογοκριμένη, μετά από προσωπική παρέμβαση της Ελένης Βλάχου (εκδότρια της «Καθημερινής») στον τότε πρωθυπουργό Κ.Καραμανλή. Και πάλι, όμως, η πρώτη προβολή διακόπηκε από την αστυνομία, απαγορεύτηκε η προβολή της στις επαρχιακές πόλεις και η παρακολούθησή της αποτελούσε πράξη αντίστασης, αφού γινόταν κάτω από την εμφανή «επίβλεψη» και «καταγραφή» από αστυνομικούς.
Οι κριτικοί της εποχής την θεώρησαν "αριστούργημα", ενώ ο ίδιος ο Ντε Σίκα είπε χαρακτηριστικά για τον Αλεξανδράκη και την ταινία του: «Αν την είχε γυρίσει πριν από τις δικές μου ταινίες, θα ήταν αυτός ο Ντε Σίκα».
Τίποτα δεν θα μπορούσε να συνοψίσει καλύτερα την ΥΠΟΘΕΣΗ της ταινίας, από τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη στο θρυλικό πια τραγούδι, που αποτελεί το βασικό μουσικό θέμα της:
«Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δεν χωράς
τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες»
Οι Λειβαδίτης και Γκοτζιάς στήνουν ένα στέρεο σενάριο με «ρέουσες» επί μέρους ιστορίες. Χωρίς «καλούς και κακούς» και κυρίως χωρίς να υποκύπτουν στην «απαίτηση» της «επίσημης» κομματικής κριτικής για θετικούς ήρωες. (Λογοτέχνες όπως ο Τσίρκας, ο Αναγνωστάκης, ο …. , ακόμη και ο Ρίτσος είχαν ήδη δεχθεί τα πυρά αυτής της κριτικής, όποτε θεωρείτο ότι απουσίαζαν από το έργο τους οι «θετικοί ήρωες»). Τα πρόσωπα στο σενάριο των Λειβαδίτη – Γκοτζιά δεν έχουν τίποτα το ηρωικό. Αποπνέουν όμως τις αρχέγονες αξίες του δίκιου, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης.
Οι συγγραφείς εστιάζουν στην αλληλεγγύη - και είναι αυτή τελικώς, που διατηρεί ζωντανή την ελπίδα για ζωή. Μια αλληλεγγύη μεταξύ ίσων σε αντιδιαστολή με τη φιλανθρωπία των πλουσίων, που αποτελούσε έως τότε το σταθερό μοτίβο του "καθώς πρέπει" ελληνικού σινεμά.
Ο Αλεξανδράκης ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΙ με μέτρο, χωρίς ακραίους μελοδραματισμούς. Αποδομεί την ωραιοποιημένη – τουριστική εικόνα της πόλης, "δημιουργώντας" αντιήρωες, που διεκδικούν μια θέση στο όνειρο, που έχει φτιαχτεί για άλλους. Με μοναδικό τους εφόδιο την μεταξύ τους αλληλεγγύη.
Ο Κατράκης, η Παΐζη, η Νοταρά καθηλώνουν με ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ λιτές, μακριά από τον στόμφο, την μανιέρα και την υπερβολή, που χαρακτήριζαν την φιλμογραφία της εποχής. Η Αλίκη Γεωργούλη βγάζει – κυριολεκτικά και συμβολικά – την γλώσσα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, το σύμβολο του ελληνικού ναρκισσισμού.
Ο Τάσος Ζωγράφος χρησιμοποιεί το ΣΚΗΝΙΚΟ της φτωχογειτονιάς του «Ασύρματου», προθέτοντας μόνο όπου χρειάζεται τις δικές του διακριτικές πινελιές.
Στην σχετικά πρόσφατη προβολή της ταινίας (5/6/2011), ο κριτικός Γιάννης Ζουμπουλάκης γράφει στο "Βήμα":
«Σε μια εποχή, που η ακροδεξιά έκανε πάρτι στην Ελλάδα, η «Συνοικία το Όνειρο» λογοκρίθηκε και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, επειδή δυσφημούσε την εικόνα της «ευημερούσας Ελλάδας». Τι προκάλεσε όμως το μένος του κράτους και των αρχών, που αρχικά απαγόρεψαν και τελικά λογόκριναν την ταινία, με ένα μεγάλο μέρος από τις κόπιες να καίγονται μπροστά στα μάτια του Αλεξανδράκη;
Ήταν η «ενοχλητική» εικόνα μιας υπαρκτής φτωχογειτονιάς της Αθήνας, του «Ασύρματου». Μιας παραγκούπολης ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και στα Άνω Πετράλωνα, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη.
Οι προσφυγικές παράγκες των Κωνσταντινοπουλιτών είναι αληθινές. Εξ ίσου αληθινοί είναι και οι ένοικοί τους, που απετέλεσαν τους κομπάρσους της ταινίας, παίζοντας τους εαυτούς των. Με μια μόνο τουαλέτα σε όλη την περιοχή, το νερό «στου διάλου τη μάνα», με κλάματα μωρών και στριγκλιές αγριεμένων γυναικών, ο Αλεξανδράκης και ο Ζωγράφος στήνουν ένα περιβάλλον εφιαλτικό. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι φτωχοδιάβολοι «ήρωες» της ταινίας επιχειρούν να ξεφύγουν από την ανέχεια, προσπαθώντας να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους».
Η «Συνοικία το Όνειρο» ήταν, σύμφωνα με τον Βασίλη Ραφαηλίδη, μια από τις τρεις πρώτες ταινίες του πραγματικού ελληνικού σινεμά. (Οι άλλες δυο ήταν «Ο Δράκος» του Κούνδουρου και «Η Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου).
Σήμερα, σχεδόν 60 χρόνια αργότερα, μέσα σε συνθήκες σκληρής οικονομικής κρίσης, παραμένει προφητικά επίκαιρη.
Για το Τμήμα Κινηματογράφου των «Πολιτιστικών Δεσμών»
Χ. Δ.