Γράφει η κα Αρετή Χρυσάγη – Δημητρίου
Συνταξιούχος εκπαιδευτικός.
Στο χωριό όλοι τον ήξεραν και τον έλεγαν Μανωλάκη λόγω του μικρού του αναστήματος. Ήταν μικρός στο ανάστημα και γενικά μικροσκοπικός, αλλά μεγάλος στο μυαλό και τα έργα. Ήταν πνευματώδης, αεικίνητος, με ποιητικές και σκωπτικές διαθέσεις.
Έλεγαν στο χωριό ότι όταν ήταν νέος στη στρατεύσιμη ηλικία έγιναν οι Βαλκανικοί πόλεμοι και μετά άλλοι. Υπηρέτησε στρατιώτης πάρα πολλά χρόνια. Όταν αποστρατεύτηκε έγραψε ένα βιβλίο, γράφοντας σε ποιήματα όλη τη στρατιωτική του ζωή.
Ήταν πολύ σπουδαίο. Όταν ζούσε πολλές φορές το διάβαζε ή το έδινε να το διαβάσουν φίλοι και γνωστοί ή σε σπουδαίες περιπτώσεις. Τώρα που βρίσκεται αυτό το βιβλίο δεν ξέρω, δεν έχω ακούσει.
Εγώ τον θυμάμαι στο σπίτι του. Ήταν σε κεντρικό μέρος διώροφο. Πάνω ήταν το σπίτι που έμεναν και κάτω το μαγαζί με μια μεγάλη αυλή. Ήταν καφενείο, οινοπωλείο, ταβέρνα, λίγο απ’ όλα.
Είχε τρεις κόρες και ένα γιο το Γεώργιο Χρυσάγη με παρατσούκλι ο Πασαλάς. Στο μαγαζί είχε διάφορα ποτά, μεζέδες και στην αυλή πολλά τραπέζια και καρέκλες. Έκανε περισσότερη δουλειά Άνοιξη, Καλοκαίρι και Φθινόπωρο, γιατί το μαγαζί δεν ήταν μεγάλο.
Πήγαιναν εκεί πολλοί γιατί τους εξυπηρετούσε και τους διασκέδαζε με τα αστεία του. Μέσα στο μαγαζί είχε διάφορα γλυκά για παιδιά. Καραμέλες, γλυφιτζούρια, μεγάλες κουφέτες που τις λέγαμε σαρακουλιές, στραγάλια και άλλα.
Τα παιδιά αν είχαν κανένα πενηνταράκι καμιά δραχμούλα έτρεχαν στο μπάρμπα Μανώλη γιατί εκτός απ’ αυτό που ζητούσαν τους έλεγε και ποιήματα ανάλογα. Περισσότερα παιδιά ζητούσαν σαρακουλιές γιατί ήταν πιο φτηνές.
Πήγε ένα παιδάκι, άφησε τα λεπτά στον πάγκο και ζήτησε σαρακουλιές.
Του λέει:
Τι να σου πω παιδάκι μου τι να σου μολογήσω
οι σαρακουλιές τελείωσαν πάρε τα λεπτά σου πίσω
Δώσε μου καραμέλες.
Του λέει:
Παιδί μου είναι πολύ γλυκές αλλά λιγάκι ακριβές
τα λεπτά δε φτάνουν τώρα
πάρε μια μονάχα, τα λεπτά σου κι άντε τράβα.
Άλλη μια μέρα είδε τρεις γυναίκες από τους Λενιάνους (συνοικία) να περνούν και ήθελε να τις πειράξει λεκτικά. Είπε:
Μπροστά πάει το σάρωμα από πίσω το φαράσι
και πάρα πίσω η Φροδού με όλο της το νάζι.
Δεν τον παραξήγησαν. Τον χαιρέτησαν, γέλασαν και έφυγαν.
Μια μέρα είχαν πάει στην αυλή τέσσερις παρέα. Ένας απ’ αυτούς είχε βγάλει στον σβέρκο ένα μεγάλο βουσουνάρι και τον πονούσε. Οι άλλοι για να γελάσουν του είχαν πει ότι ο μπάρμπα Μανώλης τα γητεύει και περνάνε. Αυτός το πίστεψε.
Ένας τον φώναξε μέσα στο μαγαζί τάχα να παραγγείλει κάτι να φάνε. Τα είπε όλα στον Μανωλάκη και του είπε κάνε κάτι να γελάσουμε. Ο μπάρμπα Μανώλης είπε σ’ αυτόν ότι πράγματι τα γητεύει. Δεν γίνεται όμως εδώ θα πάμε στο άλλο σπιτάκι που έχω κοντά στου Μητσόδημου. Το είχε για τα ζώα του, την τροφή των ζώων και αποθήκη.
Γύρω γύρω είχε τοίχο που μπορούσαν να κρυφτούν οι άλλοι.
Του είπε λοιπόν θα πάμε εμείς οι δυο και θα κάνεις ότι σου λέω. Το δέχτηκε. Εσείς θα καθήσετε εδώ είπε στους άλλους. Μόλις έφυγαν οι δύο, έφυγαν και οι άλλοι και πηγαν και κρύφτηκαν έξω από τον τοίχο.
Του έδωσε μια κολοκύθα να κρατά, να κοιτάζει τον ήλιο και να επαναλαμβάνει ότι του λέει:
Βουσουνάρι μου καλό
επανάληψη
γιατί βγήκες μοναχό
και δε βγήκατε εκατό
σαν ετούτο που κρατώ
Τότε κατάλαβε, πέταξε την κολοκύθα και έβριζε τους άλλους, που είχαν πεταχτεί μέσα και γελούσαν. Το τι έγινε δε λέγεται όταν γύρισαν στην αυλή.
Ας αφήσουμε τα αστεία του μπάρμπα Μανώλη και ας πάμε στα σοβαρά.
Είναι και αυτά τόσα πολλά.
Η περιοχή του χωριού μας και των άλλων χωριών μέχρι την Κύμη είχαν πλούσιο υπέδαφος με λιγνίτη. Παλαιότερα είχαν έρθει επιστήμονες Γεωλόγοι που γνώριζαν την ποιότητα και ποσότητα του λιγνίτη. Έτσι υπήρχαν εταιρείες που αγόραζαν το υπέδαφος. Μπροστά από χρόνια είχε αρχίσει η εξαγωγή του λιγνίτη στην περιοχή μας και όλο απλωνόταν. Είχαν ανοίξει πολλές μπούκες - στοές - που όλο προχωρούσαν. Ήταν στα βυθά και κατά μήκος του ποταμού των Καρασαλιάνων προς την πλευρά της ξηράς.
Εργάζονταν εκεί πάρα πολλοί. Ήταν μιναδόροι που έσπαζαν το λιγνίτη με μυτερά εργαλεία, άλλοι κουβαλούσαν το λιγνίτη με βαγονάκια που κυλούσαν σε ράγες, άλλοι υλοτόμοι που κουβαλούσαν ξύλα από τα έλατα του βουνού και άλλοι τα τοποθετούσαν για να στηρίζουν τις στοές. Από πάνω τους φώτιζαν λάμπες ασετυλίνης. Υπήρχαν δουλειές για πολλούς αλλά επικίνδυνες. Οι μπούκες προχωρούσαν οριζόντια σε μεγάλο βάθος και σε πολλές κατευθύνσεις.
Το λιγνίτη των πήγαιναν στο Ρίχτη (τοποθεσία) με όσα μέσα χρειάζονταν και από εκεί με αυτοκίνητα στην παραλία της Κύμης για να φορτωθούν σε καράβια.
Ξαφνικά παρουσιάστηκε ένα ρήγμα στην εκκλησία του χωριού μας. Σε λίγες μέρες χάθηκε το νερό από το πηγάδι του Κ. Φαφούτη. Σε έναν συνοικισμό πιο πέρα από το ποτάμι των Καρασαλιάνων του Χαρακόπου έπεσε ένα σπίτι και σιγά σιγά άρχισαν και τα άλλα να παρουσιάζουν ρήγματα.
Σημάδι ότι έφθασαν στα χωριά τα υπόγεια έργα. Του Χαρακόπου χάθηκε. Όλα γκεμίστηκαν.
Άρχισαν συζητήσεις τι πρέπει να γίνει. Πολλές ανησυχίες σ’ όλα τα γύρω χωριά. Πήραν την απόφαση ότι κάτι πρέπει να γίνει να σταματήσουν τα υπόγεια έργα. Ο Μανωλάκης στα μαγαζιά του χωριού και έξω από τις μπούκες με αυτοσχέδια ποιήματα φώναζε και ξεσήκωνε τους χωριανούς σαν άλλος Τυρταίος. Ο κουτσός ποιητής Τυρταίος με τα ποιήματά του στον Πελοποννησιακό πόλεμο ξεσήκωνε το στρατό και έφερε τη νίκη.
Έτσι και ο Μανωλάκης φώναζε.
Ξεσηκωθείτε χωριανοί, τον ύπνο παρατήστε.
Στις μπούκες όλοι φθάσετε αν θέλετε να ζήστε.
Αρπάξτε ότι έχετε, φτυάρια, λοστούς, ξινάρια,
κανέναν μην αφήσετε πετάξτε τους λιθάρια.
Το όμορφό μας το χωριό την άγια εκκλησιά μας
τα σπίτια μας τα όμορφα κι όλα τα υπάρχοντά μας.
Πρέπει να υπερασπίσουμε απ’ τ’ άδικο ασκέρι
του Μπογιατζή του προύχοντα που έβαλε εδώ χέρι.
Η εκκλησία εράγισε και το νερό εχάθει,
τα δέντρα εμαράθηκαν ο τόπος εξεράθει.
Ω Παναγιά μου Δέσποινα δεν του έκαβες το χέρι
την ώρα που υπέγραψε να πάρει αυτά τα μέρη.
Ωραίο Ανδρονιάνο μας, πως να σ’ απαρνηθούμε.
Από τα τόσα σου καλά ποιό να μη θυμηθούμε;
Το δροσερό αέρα σου; Τα κρυά τα νερά σου;
Τα αέρινα τα αλώνια σου; Την όμορφη εκκλησιά σου;
Και σένα ωραία εκκλησία πως να σ’ απαρνηθούμε.
Τάχα θα φιάξει ο Μπογιατζής τέτοια εκκλησιά να δούμε.
Για πολλές μέρες οι χωριανοί με αιχμηρά εργαλεία έπιαναν την είσοδο στις μπούκες εμποδίζοντας τους εργάτες να μπουν μέσα να εργαστούν. Μαζί τους και ο μπάρμπα Μανώλης φωνάζοντας να σεβαστούν τα χωριά μας και τα σπίτια μας. Πήγαινε από μπούκα σε μπούκα χωρία να υπολογίζει κόπους.
Ακολούθησαν καυγάδες και φασαρίες. Αυτό γινόταν καθημερινά μέχρι να ληφθούν αποφάσεις από τους ανωτέρους να σταματήσουν οι εργασίες.
Ο μπάρμπα Μανώλης όταν έβλεπε σε μια μπούκα περισσότερους, τους έστελνε και σε άλλες.
Αυτά και άλλα πολλά εύθυμα και σοβαρά είχε πει και είχε κάνει.
Στην αυλή του υπήρχε μια μεγάλη πεζούλα και μια άλλη προς το δρόμο κατά μήκος του σπιτιού. Σ’ αυτήν τότε μαζεύονταν όλες οι γειτόνισσες όταν δεν είχαν δουλειά. Εκεί έπλεκαν, έγνεθαν και συζητούσαν τα δικά τους και τα του χωριού και μάθαιναν τα νέα. Στη μέσα πεζούλα και στην αυλή (όταν δεν είχε πελάτες) παίζαμε, τρέχαμε και ανεβοκατεβαίναμε, τα παιδιά της γειτονιάς.
Σ’ αυτήν την πεζούλα όταν είχαμε λίγο μεγαλώσει ετοιμάζαμε τα παιγνίδια του Κλείδονα και την άλλη μέρα τον ανόγαμε.
Ποτέ δεν μας έδιωξε, ποτέ δεν μας μάλωσε, ποτέ δεν τον ενόχλησαν οι γειτόνισσες. Είχε τόση καλοσύνη, τόση αγάπη, τόση υπομονή που όλα τα δεχόταν.
Η γυναίκα του ήταν λίγο διαφορετική. Πολλές φορές μάλωνε εκείνην αντί για μας όταν μας μιλούσε.
Ένας τέτοιος άνθρωπος πως να ξεχαστεί. Νομίζω ότι όσοι των γνώρισαν πάντα τον θυμούνται. Εγώ πάντως πολλές φορές δραπετεύω νοερά στο χωριό, στα πεζούλια των παιδικών μου χρόνων, στα πεζούλια του μπάρμπα Μανώλη.
Θυμάμαι αυτά αλλά και την καλοσύνη του μπάρμπα Μανώλη.