Δημοσιεύτηκε στο φύλλο 43 Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2004
Οι εικόνες
Στο χωριό μας οι κάτοικοι ήταν ανέκαθεν θεοφοβούμενοι και πολύ πιστοί στο θεό. Απόδειξη τα πολλά εξωκλήσια που περιζώνουν το χωριό και τα μεγάλα εικονοστάσια που κοσμούν κάθε σπίτι.
Πολλές φορές όμως μιλούσαν με αυθορμητισμό και αφέλεια που μπορούσε να παρεξηγηθεί. Θα σας μεταφέρω μια συνομιλία δύο γυναικών που ήσαν γειτόνισσες και κουμπάρες, Μπροστά από πολλά χρόνια σηκώθηκε ένα πρωί η μία πολύ στενοχωρημένη. Άνοιξε το παράθυρο και είδε στο απέναντι μπαλκόνι την κουμπάρα της.
- Καλημέρα μωρή κουμπάρα. Ηντα κάμνεις.
- Καλά είμαι κουμπάρα μου, Εσύ;
- Ηντα να κάμνου. Είμαι χολοσκασμένη. Πόψε έπαθα μία μεγάλη ζημία. Εσκατσε το καντήλι τσε πετάχτει μία σπίθα τσε μου έκαψε το εικονοστάσι. Καήκανε ούλες οι καλές εικόνες τσε πομείνανε οι άχρηστες.
- Ηντα λες κουμπάρα μου; Υπάρχουνε εικόνες άχρηστες; Θεός φυλάξει. Είναι αμαρτία.
- Παραλόγηκα μωρή κουμπάρα πάνου στη στενοχώρια μου που να φάου τη γλώσσα μου. Ήθελα να που οι φτηνές, αυτές που δεν έχουνε μεγάλη αξία. Είχα δύο λογιού εικόνες. Ζωγραφισμένες, που ήταν ακριβές τσε χάρτινες. Οι ζωγραφισμένες, που ήταν στο εικονοστάσι καήκανε ούλες. Οι φτηνές που ήτανε στον τοίχο ε μπάθανε τίποτα.
- Ναι αλλά ε ντο είπες έτσι, Ετσιδά που το είπες είναι αμαρτία.
- Ποπό, ήνταπαθα. Εμου τις ἐχακα, έμου έκαμα τσε αμαρτία. Ηντα λες άμα παου να ξεμολογηθού στον παπά Νικολό θα με σχωρέσει ή θα μου βάλει κάνονα να μη μεταλάβου.
- Ηντα να σου που. Τσίνος ξέρει τσε θα σε ορμηνέψει. Εσύ όμως να προσέχεις ήντα λες.
Ο γέρο Γκόμης
Θυμάμαι μια συμπαθητική γριούλα που καθόταν κοντά στο σχολείο. Την έλεγαν «Γέρο Γκόμη», Γιατί την έλεγαν έτσι δε ξέρω. Πάντα την έβλεπες μ’ ένα μπαστουνάκι στο χέρι κι ένα καλαθάκι. Στο καλαθάκι είχε μέσα ένα μπουκάλι λάδι, λουμίνια κι ένα κουτί σπίρτα. Γύριζε κάθε μέρα στα εξωκλήσια - αν και γριά - άναβε τα καντήλια και παρακαλούσε τους Αγίους; για τα ξενιτεμένα παιδιά της.
Μία μέρα. πήρε το δρόμο για το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Πήγαινε στην παλιά Εκκλησία, η καινούργια δεν είχε φτιαχτεί τότε. Η παλιά Εκκλησία πάνω στη σκεπή είχε πλάκες και κεραμίδια. Αυτές είχαν χαλάσει και όταν έβρεχε η Εκκλησία γέμιζε νερά. Οι επίτροποι της Εκκλησίας έβαλαν τον οικοδόμο Βαγγέλη Σπίθα (της Παγώνας του Τσελέφρη τον άνδρα) να ξανασύρει τις πλάκες και τα κεραμίδια να μην τρέχουν νερά μέσα στην Εκκλησία όταν βρέχει.
Μόλις ο Βαγγέλης είδε τη γριά να παίρνει το δρόμο προς την Εκκλησία σταμάτησε τη δουλειά. Η γριούλα μπήκε μέσα στην Εκκλησία, άναψε τα καντήλια, λιβάνισε, γονάτισε, άρχισε τις μετάνοιες και παρακαλούσε φωναχτά τον Αγιο. «Αγιε μου Γιώργη, φύλαγε τα παιδάκια μου. Φέρε μου από τη ξενιτιά το γιόκα μου να τον δω πριν πεθάνω».
Ο Βαγγέλη; ο Σπίθας; ακούγοντας όλα αυτά φώναξε δυνατά από πάνω: «Θα στον φέρω γέρο Γκόμη. Θα τον δεις πριν πεθάνεις».
Τα έχασε η γριούλα. Κοιτάζει γύρω - γύρω, κοιτάζει ψηλά, ανοίγει την πόρτα, κοιτάζει, κανένας. Γονάτισε πάλι και άρχισε τις ευχαριστίες.
«Σε ευχαριστώ Αγιε μου Γιώργη που θα φέρεις το παιδάκι μου. Ξέρεις κι εσύ Αγιε μου Γιώργη που με λένε γερο γκόμη»
Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε να διαλαλήσει στο χωριό το θαύμα. Της μιλισε ο Αγιος Γιώργης και μάλιστα με το παρατσούκλι της. Το βράδυ στο καφενείο ο Σπίθας είπε τα καθέκαστα και όλοι έμαθαν την αλήθεια. Έτσι διαλύθηκε η ελπίδα και το όνειρο της γριούλας.
Η Μελπομένη
Στους Καρασαλιάνους ζούσε ένα ζευγάρι με την κόρη του τη Μελπομένη. Η ανεργία οδήγησε το σύζυγο στην Αμερική αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και την κόρη του. Μετά από συνεχή και σκληρή δουλειά απέκτησε μερικά χρήματα και αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα. Οταν γύρισε η κόρη ήταν της παντριάς. Είχε όνειρα για αυτήν. Αποφάσισε να της δώσει γερή προίκα και καλό γαμπρό. Την καλοπάντρεψε μ' έναν υπάλληλο στην Κύμη,
Ήθελαν να είναι κοντά τους να τους γεροκομήσει. Μετά όμως από λίγα χρόνια ο γαμπρός μετατέθει στην Αθήνα. Πήγαν στην Αθήνα, αγόρασαν οικόπεδο, έκτισαν σπίτι, φιάχνοντας ένα διαμερισματάκι και για τους γονείς της. Όταν όμως οι γονείς πήγαν στην Αθήνα, ένιωσαν μοναξιά μια και ήταν άγνωστοι εκεί. Ξαναγύρισαν στο χωριό και είπαν ότι θα ξαναπάνε όταν θα είναι γέροι. Πέρασαν χρόνια. Γέρασαν. Η γρια ήθελε να πάνε κοντά στην κόρη.
Ο γέρος όμως δεν ήθελε. Είχε τους γνωστούς του, πήγαινε στο καφενείο, έβλεπε φίλους, περνούσε καλά. Της έλεγε: Οσο είμαστε και οι δύο, θα μένουμε στο χωριό. Αν μείνει ο ένας μοναχός τότε θα πάει στην κόρη.
Η γριά όμως έπρεπε να μαγειρέψει, να πλύνει ρούχα και πιάτα, να σκουπίσει και να κάνει όλες τις δουλειές. Μια μέρα κατακουρασμένη φώναζε: <<Δεν είναι ζωή αυτή γέρο μου. Δεν αντέχω άλλο. Κουράστηκα, Ο ένας από τους δύο μας πρέπει να πεθάνει κι εγώ να πάω στη Μελπομένη››.
Τι του έλεγε; Να πεθάνει εκείνος.