Η ανάγκη εξηλεκτρισμού της χώρας τέθηκε επιτακτικά με το τέλος του Β΄Παγκ. Πολέμου, στο πρώτο μακροπρόθεσμο πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας (1948). Η περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ο λιγνίτης του Αλιβερίου προέκυψε όταν η αμερικανική εταιρία «Εμπάσκο», ανέλαβε να μελετήσει το πρόγραμμα εξηλεκτρισμού με τη λειτουργία θερμοηλεκτρικού εργοστασίου. Αρχικά προτάθηκε να κατασκευασθεί εργοστάσιο στη Χαλκίδα, που είναι επίκεντρο για τη διανομή του ρεύματος στη χώρα. Τελικά και μετά από πολλές αντιρρήσεις και ενδοιασμούς, προκρίθηκε η περιοχή Αλιβερίου, όπου η Εμπάσκο είχε πραγματοποιήσει τις πρώτες γεωτρήσεις. Το Μάρτιο του 1950,
Η ανάγκη εξηλεκτρισμού της χώρας τέθηκε επιτακτικά με το τέλος του Β΄Παγκ. Πολέμου, στο πρώτο μακροπρόθεσμο πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας (1948). Η περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ο λιγνίτης του Αλιβερίου προέκυψε όταν η αμερικανική εταιρία «Εμπάσκο», ανέλαβε να μελετήσει το πρόγραμμα εξηλεκτρισμού με τη λειτουργία θερμοηλεκτρικού εργοστασίου. Αρχικά προτάθηκε να κατασκευασθεί εργοστάσιο στη Χαλκίδα, που είναι επίκεντρο για τη διανομή του ρεύματος στη χώρα. Τελικά και μετά από πολλές αντιρρήσεις και ενδοιασμούς, προκρίθηκε η περιοχή Αλιβερίου, όπου η Εμπάσκο είχε πραγματοποιήσει τις πρώτες γεωτρήσεις. Το Μάρτιο του 1950, η ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε στον αμερικανικό οίκο «Πήρς Μάνατζμεντ» τον καταρτισμό προκαταρτικής μελέτης για την αξιοποίηση του κοιτάσματος Αλιβερίου, η οποία προέβλεπε την κατασκευή ατμοηλεκτρικού εργοστασίου και την διάνοιξη του ορυχείου Αλιβερίου. Η ετήσια παραγωγή καθαρισμένου λιγνίτη υπολογίζετο σε 667.000 τόνους, ενώ τα βέβαια αποθέματα εκτιμήθηκαν σε 25.000.000 τόνους.
Τον Νοέμβριο του 1950, ανετέθη στον οίκο «Πήρς» σαν κύριος εργολάβος της ΔΕΗ, η όλη εργασία ανάπτυξης και οργάνωσης του λιγνιτωρυχείου και της κατασκευής του εργοστασίου καθαρισμού του λιγνίτη. Τον Ιούνιο του 1951 άρχισαν οι εργασίες για το άνοιγμα δύο μεγάλων πηγαδιών από τη γερμανική εταιρία «Χόλτσμαν», που ανέλαβε το έργο αυτό σαν υπεργολάβος του οίκου «Πήρς», ενώ η αμερικανική εταιρία «Ρόμπερτς εντ Σέφερς», κατασκεύασε το εργοστάσιο καθαρισμού του λιγνίτη, ως υπεργολάβος του οίκου «Πηρς». Οι όλες εργασίες ολοκληρώθηκαν σε διάστημα δυόμισι χρόνων.
Η κατασκευή του ατμοηλεκτρικού εργοστασίου προχώρησε γρηγορότερα και άρχισε να λειτουργεί με την πρώτη ηλεκτρογεννήτρια τον Ιούνιο του 1953 και με τη δεύτερη τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Τελικά ο οίκος «Πήρς» με τη λήξη της σύμβασής του τον Μάϊο του 1954 παρέδωσε το έργο στη Διοίκηση της ΔΕΗ, που ανέλαβε τη Διεύθυνση της εκμετάλλευσης των λιγνιτωρυχείων στις 21 Μαίου 1954.
Από γεωλογικής απόψεως αναφέρουμε ‘ότι το λιγνιτοφόρο σύστημα ανήκει στη γεωλογική περίοδο του Μειοκαίνου και περιέχει λιμναίες μάργες, αργίλους, μαργαϊκούς ψαμμίτες και κροκαλοπαγή στα ανώτερα σημεία. Στα ιζήματα αυτά αναπτύσσονται τα στρώματα του λιγνίτη με ενδιάμεσες παρεμβολές αργίλου και μάργας. Είναι η λεγόμενη βαθμίδα Μπρινιά ή στρώματα Μπρινιά με ηλικία Μειοκαινική. Τα λιγνιτοφόρα στρώματα καλύπτονται από ιζήματα που αποτελούνται από απολιθωματοφόρες μάργες, μαργαϊκούς ψαμμίτες και κροκαλοπαγή που χαρακτηρίζονται ως βαθμίδα Κουστουμάλου και γεωλογικά ανήκουν στο Ανώτ. Πλειόκαινο έως Πλειστόκαινο.
Ως προς τη χημική σύσταση ο λιγνίτης Αλιβερίου είχε κατά μ. ό. Την κάτωθι σύσταση :
Υγρασία: 35,3%, μόνιμος άνθραξ: 21,1% ,
Πτητικά: 32,8%, τέφρα: 10,8% ,
Και η θερμιδική του ικανότητα ήταν 3.375 θερμίδες.
2. ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΛΙΓΝΙΤΗ
Το λιγνιτωρυχείο Αλιβερίου αποτελείτο από δύο συγκροτήματα :
Α) από το παλαιό λιγνιτωρυχείο, δηλαδή από τη συνέχιση της εκμετάλλευσης στις θέσεις «Βρύση», «Παλιάλωνα» και «Νο 4 τμήμα», που είχε γίνει από την παλιά ιδιοκτήτρια εταιρία. Αρχικά παρουσιάσθηκαν σοβαρά προβλήματα πυρκαϊών, κυρίως από αυτανάφλεξη του λιγνίτη και δυσκολία εξόρυξης.
Β) από την ανάπτυξη από τη ΔΕΗ, δύο νέων ορυχείων γνωστά ως Νο 1 και 2 και την υπαίθρια εξόρυξη λιγνίτη στη θέση Σπάρτο , μεταξύ των δύο ορυχείων.
Στο ορυχείο Νο 1 τη βάση της υπογείου εκμετάλλευσης αποτελούν τα δύο μεγάλα πηγάδια με βάθος 115 μ. Από αυτά το ένα είναι το πηγάδι για την ανέλκυση του λιγνίτη, που γίνεται με κλωβούς και ανεβάζουν στην επιφάνεια δύο δύο τα υπόγεια βαγόνια μεταφοράς με φορτίο 2,5 τόνους λιγνίτη το καθένα. Το δεύτερο πηγάδι είναι για τον αερισμό και για τη μεταφορά του προσωπικού και των υλικών. Ο πυθμένας των δύο πηγαδιών αρχικά βρισκόταν στο υψόμετρο μείον 70 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας ενώ με την πρόοδο των εργασιών έφθασε στο βάθος των 150μ. Στα επίπεδα αυτά αναπτύχθηκαν οριζόντιες στοές (κύριες) ενισχυμένες με μπετόν,διαμέτρου 3,5μ.και συνολικού μήκους περίπου 900 μ., που χρησιμεύουν για την κίνηση των υπογείων συρμών και του προσωπικού μέχρι το κοίτασμα, που βρίσκετο 220 μ. περίπου μακριά.
Από τις κύριες στοές διακλαδίζονται μικρότερες στοές μέσα και έξω από το κοίτασμα και αποτελούν τις γραμμές για τη μεταφορά και τον αερισμό. Από αυτές ξεκινούν μικρότερες στοές με κλίση 55 μοιρών (κεκλιμένα),που συνδέουν τις κύριες στοές με τα σημεία όπου γίνεται η εξόρυξη του λιγνίτη σε υψηλότερα επίπεδα.
Όταν εξορυσσόταν μια ποσότητα λιγνίτη από το μέτωπο εξόρυξης, μεταφερόταν με διαδοχικά συστήματα μεταφοράς (αλυσιδωτούς ταινιοδρόμους),μέχρι τα κεκλιμένα και έπεφταν στις κύριες στοές για να φορτωθούν στα βαγόνια των 2,5 τόνων. Οι συρμοί των βαγονίων οδηγούντο με ηλεκτράμαξες στο πηγάδι ανέλκυσης και τα βαγόνια ανασύρονταν στην επιφάνεια με ισχυρά βαρούλκα. Στην επιφάνεια τα βαγόνια ανατρέπονται στην κορυφή μεταλλικού πύργου και με σύστημα ιμάντων μεταφέρεται σε αποθηκευτικούς χώρους από όπου φορτώνεται σε μεγάλα βαγόνια των 9 τόνων και οδηγείται με ντηζελάμαξες μέσω σιδηροδρομικής γραμμής μήκους περίπου 8 χιλιομέτρων, στο εργοστάσιο που βρίσκεται στη θέση Κάραβος.
Για την εκμετάλλευση του άλλου μέρους του κοιτάσματος, αναπτύχθηκε το λιγνιτωρυχείο Νο 2, που βρίσκεται ΒΑ του Νο 1ορυχείου και σε απόσταση 1200μ. περίπου. Στο Νο 2 η όλη λειτουργία γίνεται μέσω δύο κεκλιμένων στοών (φιρέδες), που χρησιμοποιούνται η μία για την ανέλκυση του λιγνίτη και η άλλη για τον αερισμό. Οι στοές αυτές έχουν κλίση 22 μοιρών στην αρχή και 17 στη συνέχεια. Το πλάτος τους είναι 3 μ. και το ύψος 2,5 μ.
Όλες οι εργασίες στο λιγνιτωρυχείο γίνονται με ηλεκτρικό ρεύμα. Η υπόγεια μεταφορά, η άντληση των νερών, η ανέλκυση, ο φωτισμός, ο αερισμός και η κίνηση των μηχανημάτων και των συνεργείων γίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα.
Ο λιγνίτης πριν καεί στο εργοστάσιο, καθαρίζεται στο συγκρότημα του καθαριστηρίου που είναι κοντά στο εργοστάσιο.
Μετά την καύση του λιγνίτη, η τέφρα φορτώνεται σε ειδικά βαγόνια στο εργοστάσιο και με δηζελάμαξες μεταφέρεται σε χώρους απόθεσης στο ορυχείο.