Η μελέτη αναρτάται στο site μας στο σύνολο της ενώ στην εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΟΝΙΑΝΩΝ – ΔΕΝΔΡΩΝ θα δημοσιευτεί σε συνέχειες ξεκινώντας από το φύλλο 83. Πιστεύομε πως το πόνημα του φίλου μας και επί ετών γραμματέα του Συλλόγου μας Γιάννη Καρδάση, εκτός από την αξία του ως κειμένου, αποτελεί και πρόκληση για διάλογο σε ένα βαθειά κοινωνικό και πολιτικό θα λέγαμε ζήτημα που ιστορικά αρκετές φορές μας έχει πονέσει ως Έθνος.
Η μελέτη αναρτάται στο site μας στο σύνολο της ενώ στην εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΟΝΙΑΝΩΝ – ΔΕΝΔΡΩΝ θα δημοσιευτεί σε συνέχειες ξεκινώντας από το φύλλο 83. Πιστεύομε πως το πόνημα του φίλου μας και επί ετών γραμματέα του Συλλόγου μας Γιάννη Καρδάση, εκτός από την αξία του ως κειμένου, αποτελεί και πρόκληση για διάλογο σε ένα βαθειά κοινωνικό και πολιτικό θα λέγαμε ζήτημα που ιστορικά αρκετές φορές μας έχει πονέσει ως Έθνος.
11-04-2012
Σταμ. Δ. Σπύρου
Από την εμφάνιση της Εκκλησίας παρουσιάσθηκε το πρόβλημα της σχέσης της με την Πολιτεία. Αλλά και οι χριστιανοί πολίτες έπρεπε να πάρουν μια θέση στις σχέσεις τους, όχι μόνο με τους άλλους πολίτες, αλλά και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία.
1.- ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Από την εμφάνιση της Εκκλησίας παρουσιάσθηκε το πρόβλημα της σχέσης της με την Πολιτεία. Αλλά και οι χριστιανοί πολίτες έπρεπε να πάρουν μια θέση στις σχέσεις τους, όχι μόνο με τους άλλους πολίτες, αλλά και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία. Η Αποστολική περίοδος ξεκινάει με την ίδρυση της Εκκλησίας επί της γης κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες τελειώνει δε με το τέλος του 3ου αιώνα, όπου κατά το διάστημα αυτό η Εκκλησία ήτανε τελείως χωρισμένη από την Πολιτική εξουσία.
Στον ίδιο το Χριστό έθεσαν το πρόβλημα οι Σαδδουκαίοι. Πως το αντιμετώπισε; Δεν το αγνόησε, αλλά έφτασε στη ρίζα του και το έλυσε: «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22. 21). Ο Ωριγένης το ερμηνεύει αλληγορικά. Πρώτα θα παραδώσουμε το κακό στον Καίσαρα κι έπειτα το καλό στο Θεό.
Άλλη μια φορά ασχολήθηκε με το θέμα του φόρου. Στην απαίτηση του φορατζή να πληρώσει φόρο, αντέτεινε ότι δεν υποχρεούται, αλλά τελικά τον πλήρωσε για να μη σκανδαλίσει (Ματθ. 17. 24-27).
Σε μια άλλη περίπτωση αποσαφήνισε τη θέση της πολιτικής εξουσίας έναντι της θεϊκής. Στον Πιλάτο απαντάει: «ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν» (Ιω. 19. 11). Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία προέρχεται από το Θεό.
Σχετική είναι και αναφορά περί της «βασιλείας των ουρανών». Στέλνει τους Αποστόλους με την εντολή: «πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 10. 7). Αλλού συνιστά: «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6. 33). Αλλά και στην Κυριακή προσευχή το πρώτο μας αίτημα είναι: «ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ. 6. 9-13). Όταν δε ρωτήθηκε για τη βασιλεία του Θεού απάντησε: «ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. 17. 21). Κι ο ληστής στο σταυρό παρακάλεσε: «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23. 42).
Ως προς την επίγεια βασιλεία, ο Χριστός αρνήθηκε δυο φορές να γίνει επίγειος βασιλιάς. Την πρώτη φορά, όταν ο διάβολος, θεωρώντας τον άνθρωπο, άρχισε να τον πειράζει: «σοι δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται, και ω εάν θέλω δίδωμι αυτήν. συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιόν μου, έσται σου πάσα». Έλαβε όμως την αποστομωτική απάντηση: «ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4. 6-8). Τη δεύτερη φορά αρνήθηκε την επίγεια βασιλεία που του προσφέρθηκε από τον όχλο μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων: «Ιησούς ουν γνους ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος» (Ιω. 6. 15).
Αλλά και για την πολιτική εξουσία το ξεκαθάρισε: «οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών» (Μάρκ. 10. 42). Τον Ηρώδη, που ήταν φορέας της πολιτικής εξουσίας τον χαρακτήρισε αλεπού, δηλ. κατεργάρη: «πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη» (Λουκ. 13. 32). Στις τρεις τελευταίες αυτές περιπτώσεις παρουσιάζεται ο Κύριος να χαρακτηρίζει την εξουσία καταπιεστική, πονηρή και δούλη του Σατανά.
Στη συνομιλία του με τον Πιλάτο κάνει σαφή διάκριση μεταξύ ουράνιας και κοσμικής εξουσίας. Έτσι, όταν ρωτήθηκε από αυτόν, αν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων, ο Κύριος απαντάει: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18. 36). Ο ίδιος δε, ανέχεται τη χρήση βίας από την πολιτική εξουσία. Αυτό φαίνεται στην αποστροφή προς τον Πέτρο να βάλει το μαχαίρι στη θήκη: «ή δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;» (Ματθ. 26. 53).
Συμπερασματικά συνοψίζεται η διδασκαλία του Κυρίου πάνω στις εξουσίες:
1.- Ο Χριστός είναι βασιλιάς στη βασιλεία του Θεού, την Εκκλησία, αυτή δε η εξουσία είναι διαφορετική από την πολιτική εξουσία.
2.- Οι χριστιανοί είναι πολίτες της βασιλείας του Θεού, δηλ. της Εκκλησίας και επιδιώκουν την εγκαθίδρυση της βασιλείας αυτής στη γη.
3.- Η επίγεια εξουσία είναι δοσμένη άνωθεν.
4.- Οι χριστιανοί έχουν υποχρεώσεις έναντι της κοσμικής εξουσίας, τις οποίες οφείλουν να εκπληρώνουν.
5.- Ο Χριστός απέφυγε την ανάληψη πολιτικής εξουσίας, πράγμα που σηματοδοτεί την μη ανάληψη τέτοιας εξουσίας από τους ευρισκόμενους εις «τύπον και τόπον Χριστού», δηλ. τους επισκόπους.
6.- Επισημαίνονται οι καταδυναστεύσεις, οι καταπιέσεις και οι πονηριές της κοσμικής εξουσίας.
7.- Ανέχεται την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, ακόμη και εάν φθάνει μέχρι τη βία.
Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η προτροπή του Ιωάννη Προδρόμου για την μη κατάχρηση εξουσίας από τους εκφραστές της: «μηδένα διασείσητε μηδέ συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών» (Λουκ. 3. 14). Ο ίδιος ελέγχει δημόσια την πολιτική εξουσία στο πρόσωπο του βασιλιά Ηρώδη: «Ο δε Ηρώδης ο τετράρχης, ελεγχόμενος υπ’ αυτού περί Ηρωδιάδος της γυναικός του αδελφού αυτού και περί πάντων ων εποίησε πονηρών ο Ηρώδης, προσέθηκε και τούτο επί πάσι και κατέκλεισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή» (Λουκ. 3. 19-20).
Στην Αποστολική εποχή οι χριστιανοί αδιαφόρησαν για την υπάρχουσα εγκόσμια κατάσταση και επομένως και με τις σχέσεις τους με την Πολιτεία. Αντίθετα από ότι έκανε ο Χριστός, οι πρώτοι χριστιανοί δεν πήραν θέση στα πολιτικά θέματα. Προσπαθούσαν να ζήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του Αντιχρίστου, γιατί από στιγμή σε στιγμή θα έρθει ο Κύριος εν δυνάμει. Δηλαδή πίστευαν ότι σύντομα θα έρθει η Β’ παρουσία. Αυτή η σκέψη επηρέασε τους χριστιανούς και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία: «ο Κύριος εγγύς. μηδέν μεριμνάτε, αλλ’ εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν» (Φιλιπ. 4. 6). Αλλά και αλλού αναφέρεται η «εγγύτητα»: «αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθίαν εν δυνάμει» (Μάρκ. 9. 1) και «αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά αύτη μέχρις ου πάντα ταύτα γένηται» (Μάρκ. 13. 30).
Αποτέλεσμα των ανωτέρω εσχατολογικών επισημάνσεων είναι η σχηματισθείσα την αποστολική εποχή αντίληψη, ότι οι χριστιανοί πρέπει να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ’ αυτή τη γη. Οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος είναι σαφέστατοι: «αγαπητοί, παρακαλώ ως παροίκους και παρεπιδήμους, απέχεσθαι των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής, την αναστροφήν υμών εν τοις έθνεσιν έχοντες καλήν, ίνα εν ω καταλαλούσιν υμών ως κακοποιών, εκ των καλών έργων εποπτεύσαντες δοξάσωσι τον Θεόν εν ημέρα επισκοπής» (Πέτρ. Α΄ 2. 11-12). «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13. 14). Και ενώ στην επίγεια πολιτεία είναι σαν ξένοι, είναι συμπολίτες με τους αγίους. «άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. 2. 19). Έτσι οι χριστιανοί αποτελούν το εκλεκτό γένος: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν» (Πέτρ. Α΄ 2. 9) και θα βασιλεύσουν επί της γης: «και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απκ. 5. 10), οπότε θα δημιουργηθεί μια καινούρια κατάσταση: «και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν» (Αποκ. 21. 1).
Ειδικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς να καταργεί τις ιδιαίτερες Πατρίδες, κινείται πάνω και πέρα από αυτές, γιατί προσδιορίζεται από την «μέλλουσαν» και όχι την «μένουσαν πόλιν» (Εβρ. 13. 14). Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιω, Χρυσόστομου, ότι όλος ο παρών βίος είναι «αποδημία» και ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς «πολίτης», αλλά «οδίτης». Γι’ αυτό συνιστά: «Μη είπης έχω τήνδε την πόλιν, και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστί. Τα παρόντα οδός εστιν».
Προς τούτο οι χριστιανοί είχαν δημιουργήσει μια κοινωνία με οικογενειακή αγάπη. Γι’ αυτό οι τακτικές συνεστιάσεις ονομάστηκαν «Αγάπες». Στα Ιεροσόλυμα έφθασαν να ζουν με κοινοκτημοσύνη: «του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά» (Πράξ. 4. 32). Η αγάπη λοιπόν είναι το νέο στοιχείο, που έφερε ο χριστιανισμός στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και στις σχέσεις μεταξύ των μελών της Πολιτείας. Σ’ αυτές τις σχέσεις δεν πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με το πνεύμα του κόσμου, αλλά με το θέλημα του Θεού: «και μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12. 2). Γι’ αυτό, όταν ο ανθύπατος Σέργιος Παύλος έγινε χριστιανός, δεν του είπε ο Παύλος να εγκαταλείψει το αξίωμά του, αλλά να ανακαινιστεί πνευματικά (Πράξ. 13. 7-12). Το θέλημα του Θεού προσδιορίζεται σαφώς από τον ίδιο τον Κύριο: «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιω. 17. 15), δηλ. «δεν σου ζητώ να τους πάρεις (τους χριστιανούς) από τον κόσμο, αλλά να τους φυλάξεις από τον πονηρό».
Για την υποταγή των χριστιανών στην κοσμική εξουσία (στον Καίσαρα) έχουμε πάμπολλες αναφορές. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Παύλου και του Πέτρου: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού. αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν. οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται. οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής. Θεού γαρ διάκονός εστί σοι εις το αγαθόν. εάν δε το κακόν ποιής, φοβού. ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί. Θεού γαρ διάκονός εστιν, έκδικος εις οργήν τω το κακόν πράσσοντι. διό ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε. λειτουργοί γαρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν» (Ρωμ. 13. 1-7). «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον. είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν, ως δι’ αυτού πεμπομένοις εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών….. πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε» (Πέτρ. Α΄ 2. 13-17). «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε. αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσαντες» (Εβρ. 13. 17).
Τα τρία τελευταία κείμενα, είναι κείμενα «πολιτικής θεολογίας» και διδάσκουν τα εξής:
1.- Υποταγή στους πολιτικούς άρχοντες. Το ίδιο διδάσκει και η Π. Διαθήκη: «Γιέ μου, να σέβεσαι τον Κύριο και το βασιλιά και με τους ταραξίες να μην ανακατεύεσαι. Γιατί άξαφνα η συμφορά τους θα φανεί και ποιος να ξέρει τι καταστροφές θα προκληθούν από τον ένα κι απ’ τον άλλο» (Παροιμ. 24. 21-22).
2.- Ο χριστιανός πρέπει να υποτάσσεται στους άρχοντες για λόγους συνειδήσεως και όχι από φόβο.
3.- Η κοσμική εξουσία είναι εκ Θεού. Το ίδιο καταγράφεται και στην Π. Διαθήκη: «Η εξουσία της γης είναι στα χέρια του Κυρίου, κι αυτός τον άνθρωπο που πρέπει θ’ αναδείξει πάνω της, όταν θα ‘ρθεί η στιγμή» (Σοφ. Σειρ. 10. 4).
4.- Σκοπός της εξουσίας είναι να κρίνει με δικαιοσύνη τους πολίτες.
5.- Η πολιτική εξουσία είναι όργανο του Θεού και υπηρετεί το θείο σχέδιο για τον κόσμο και η πληρωμή των φόρων είναι θεμιτή.
6.- Ο αντίθετος στην πολιτική εξουσία είναι αντίθετος στη βουλή του Θεού
7.- Ο άρχοντας εκτελεί τα καθήκοντά του με χαρά και όχι με γογγυσμό.
8.- Δεν υπάρχει φόβος στην πολιτική εξουσία από τους υπάκουους πολίτες.
9.- Η χρήση βίας από την πολιτική εξουσία είναι ανεκτή.
Την περίοδο αυτή των τριών πρώτων αιώνων, δηλ. κατά την περίοδο πριν από τη σύζευξη εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, οι Πατέρες προσθέτουν:
1.- Οι άρχοντες τιμώνται, αλλά δεν προσκυνούνται.
2.- Προσευχόμαστε για όλους εχθρούς και φίλους και επομένως και για τους άρχοντες: «Παρακαλώ ουν πρώτον πάντων ποιείσθαι δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ βασιλέων και πάντων των εν υπεροχή όντων, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι» (Τιμ. Α΄ 2. 1-2).
3.- Να μην εφαρμόζεται ο πολιτικός νόμος, εάν συγκρούεται με τον νόμο του Θεού. Προέχει λοιπόν ο νόμος του Θεού: «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5. 29).