3.- ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί την πολιτική θεολογία είναι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το θέμα αυτό ασχολείται το Εκκλησιαστικό ή Κανονικό Δίκαιο. Από την ορθόδοξη άποψη οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησιαστικής εξουσίας και Πολιτικής εξουσίας δεν είναι αντίθετες, αλλά είναι διαφορετικές. Ο Χρυσόστομος είναι χαρακτηριστικός: «Ουκ επ’ ανατροπή της κοινής πολιτείας ο Χριστός τους παρ’ αυτού νόμους εισήγαγεν, αλλ’ επί διορθώσει βελτίονι», δηλ. «Ο Χριστός έφερε στον κόσμο τους δικούς Του νόμους, όχι για να ανατρέψει την συνηθισμένη πολιτική εξουσία, αλλά για να γίνει καλύτερη». Αντίθετα η Δυτική σκέψη ακολουθεί τον ιερό Αυγουστίνο, που θεωρεί αντίθετες την Εκκλησία και την Πολιτεία. Αντιπροσωπευτικός τύπος (κατά τον Αυγουστίνο) είναι ο Άβελ για την Εκκλησία και ο Κάιν για την Πολιτεία (καλή – κακή). Συνέπεια αυτού είναι η ύπαρξη του Παπικού Κράτους.
Σταδιακά τα πράγματα ανάγκασαν τις δυο εξουσίες να συνεργάζονται και στην ουσία να αλληλοεπηρεάζονται. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του εκκλησιαστικού ιστορικού Σωκράτη του Σχολαστικού (+450): «Αν προσέξεις, θα παρατηρήσεις πως παράλληλα βρίσκονται χρονικά και αναπτύσσονται τα πολιτικά κακά και οι εκκλησιαστικές δυσχέρειες. Γιατί ή ταυτόχρονα θα βρεις να αυξάνουν ή τα μεν να ακολουθούν τις δε και άλλοτε προηγούνται τα εκκλησιαστικά και ακολουθούν τα πολιτικά, άλλοτε το αντίθετο. Έτσι ώστε δεν μπορείς να αποδώσεις την μεταξύ τους χρονική ακολουθία στη σύμπτωση, αλλά οι δικές μας αμαρτίες είναι αιτία και για την κατάπτωση και των δυο….. Κι αυτά από τότε που άρχισε να χριστιανίζει η Πολιτεία». Η σύμπλεξη των δυο εξουσιών ήτανε τέτοια, που σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν εμπλοκές. Έτσι:
Ο Μ. Κων/νος χαρακτήριζε τον εαυτό του Υπερεπίσκοπο (Episcopus Episcoporum) και ως «Επίσκοπο των εκτός της Εκκλησίας», δηλ. των εξωτερικών υποθέσεων της Εκκλησίας. Ο Ιουστινιανός Α΄ γράφει σε μια Νεαρά: «Μέγιστα των ανθρώπων τα δώρα Θεού, παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας, ιερωσύνη τε και βασιλεία, η μεν της θείας υπηρετουμένη, η δε των ανθρωπίνων εξάρχουσά τε και επιμελλουμένη και εκ μιάς τε και της αυτής αρχής εκατέρα προϊούσα και τον ανθρώπινον κατακοσμούσα βίον». Ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος έλεγε: «είμαι ιερέας και βασιλέας». Παραδείγματα συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας αναφέρθηκε παραπάνω ο ΠΓ΄ κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης.
Συνεργάζονται λοιπόν οι δυο αυτές εξουσίες (πρέπει να συνεργάζονται), αλλά δεν ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους, γιατί διαφέρουν. Πρώτος ο Κορδούης Όσιος, εκκλησιαστικός σύμβουλος του Μ. Κων/νου σε επιστολή του στον αυτοκράτορα γράφει: «Μην ανακατεύεσαι στα εκκλησιαστικά. Ούτε να μας συμβουλεύεις (στα εκκλησιαστικά), αλλά μάλλον εσύ να μαθαίνεις γι’ αυτά από εμάς. Ο Θεός σου έδωσε την πολιτική εξουσία. Σε μας την εκκλησιαστική». Ο Χρυσόστομος λέει πιο καθαρά: «Ο Θεός έχει εμπιστευθεί στο βασιλιά τα επίγεια, στον ιερέα τα επουράνια. Στον βασιλιά έχει εμπιστευθεί τα σώματα, στον ιερέα τις ψυχές. Ο βασιλιάς χαρίζει τα χρήματα. Ο ιερέας καθαρίζει τα κατακάθια των αμαρτιών. Εκείνος αναγκάζει. Αυτός παρακαλεί….. Εκείνος χρησιμοποιεί υλικά όπλα, αυτός πνευματικά. Εκείνος πολεμάει τους βαρβάρους. Αυτός τους δαίμονες. Η ιερωσύνη είναι πιο σεβαστή κι απ’ τη βασιλική αρχή….. Ο ιερέας στέκει μεταξύ του Θεού και της ανθρώπινης φύσης, μας κατεβάζει τις θείες ευλογίες και ανεβάζει στον ουρανό τις προσευχές μας….. Γι’ αυτό και το κεφάλι του βασιλιά ο Θεός το έβαλε στα χέρια του ιερέα, διδάσκοντας ότι ο ιερέας είναι ανώτερος πνευματικά του πολιτικού άρχοντα. Η ιερωσύνη είναι τόσο ανώτερη απ’ τη βασιλεία, όσο το πνεύμα απ’ την ύλη, όσο ο ουρανός απ’ τη γη και τα θεία από τα επίγεια». Κατά Χρυσόστομο, η μία επιβάλλεται με το φόβο και την ανάγκη, ενώ η άλλη με την ελεύθερη συγκατάθεση και με τη συμφωνία της γνώμης. Ο πολιτικός άρχοντας πιάνει τον μοιχό και τον τιμωρεί, του κόβει το κεφάλι, ενώ ο εκκλησιαστικός δεν τον τιμωρεί, αλλά του κόβει το πάθος. Αλλά και στη διοίκηση υπάρχει διαφορά. Η πολιτική εξουσία είναι μοναρχία, η εκκλησιαστική είναι δημοκρατία (με το Συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας).
Οι άρχοντες μερικές φορές ξεχνιούνται και κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, έτσι θέλουν να νομοθετήσουν και για την Εκκλησία (Ι. Δαμασκηνός). Και: «ου βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία». Ο ίδιος μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας αναφέρει αλλού: «Ου πείθομαι βασιλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσιν εγγράφοις τε και αγράφοις».
Η ταύτιση μάλιστα βασιλείας και ιερωσύνης είναι χαρακτηριστική και υπάρχει π.χ. στα στοιχηρά προσόμια του Εσπερινού της εορτής του αγίου Κωνσταντίνου, όπου καταγράφονται τα κάτωθι:
Ιερεύς τε χρισθείς και Βασιλεύς ελαίω,
εστήριξας την Εκκλησίαν του Θεού,
Βέβαια ο Μ. Κωνσταντίνος ουδέποτε χρίστηκε Ιερέας. Αυτοανακηρύχθηκε, όπως αναφέρθηκε «Επίσκοπος των εκτός» επόπτης των θρησκευτικών πραγμάτων, ανώτατος άρχων της Εκκλησίας (Ευσέβιος, βίος Κων/νου Δ΄, 24). Είναι εκπρόσωπος του Θεού επί της γης «της ουρανίου βασιλείας εικόνι κεκοσμημένος» (Ευσέβιος, Τριακονταετηρίς, Ι ΒΕΠΕΣ, τ. 24, σελ. 238), απόλυτος κυρίαρχος και λογοδοτεί μόνο στον επουράνιο αυθέντη. Aυτοανακηρύχθηκε δε «Επίσκοπος Επισκόπων» χωρίς αντίδραση της Εκκλησίας. Η πολιτική, ότι ο αυτοκράτορας ενεργούσε ως επίσκοπος επισκόπων βρήκε κατοχύρωση στη θεωρία για εξουσία «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ», του παλιού εκείνου αγενεαλόγητου άρχοντα, ο οποίος συγκέντρωσε στον εαυτό του ταυτόχρονα βασιλεία και ιερωσύνη. Τούτο επαναλήφθηκε με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ο οποίος επευφημήθηκε από την Σύνοδο Κων/πολης του 448 με τις λέξεις: «πολλά τα έτη τω αρχιερεί βασιλεί» (ACO 2, 1,1,138,28), ο δε αυτοκράτορας Μαρκιανός επευφημήθηκε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο με παρόμοιες λέξεις «πολλά τα έτη τω ιερεί, τω βασιλεί» (ACO, 2,1,2,157,29). Αυτή η θεώρηση έπαψε οριστικά να ισχύει μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Τα λόγια του Κορδούης Οσίου προς τον βασιλέα Κωνστάντιο «μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρακελεύου, αλλά μάλλον παρ’ ημών συ μάνθανε ταύτα, σοι βασιλείαν ο Θεός ενεχείρησεν, ημίν τα της εκκλησίας επίστευσε» τελικά έγιναν συνείδηση και πίστη της Εκκλησίας.
Οι σχέσεις εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχόντων στην πράξη ήταν διάφορες. Ήταν ανάλογες με το μέτρο του ήθους των προσώπων, ιδίως των εκκλησιαστικών. Ο κανόνας πάντως ήταν ο λόγος του Γρηγορίου Θεολόγου: «το μέτρο για κάθε πνευματική προστασία των πιστών απ’ τους κληρικούς είναι η αδιαφορία του ατομικού συμφέροντος και η δράση για το συμφέρον των άλλων» και ο Ωριγένης έλεγε: «οι πολιτικοί άρχοντες κατακυριεύουσι, ενώ οι εκκλησιαστικοί εξυπηρετούσι». Παραδείγματα έχουμε πολλά.
Η Σύνοδος της Σαρδικής (342) με τους Κανόνες Ζ΄ και Η΄ συνιστά στους επισκόπους να βοηθούν τους αδικουμένους μεσιτεύοντας υπέρ αυτών με επιστολή προς τους πολιτικούς άρχοντες. Επίσης η Σύνοδος της Καρθαγένης (419) προτρέπει τον αυτοκράτορα να ορίσει Έκδικο, που θα τον βοηθήσουν για να προστατεύσει τους πτωχούς «κατά της των πλουσίων τυραννίδος». Ο Μ. Βασίλειος έλεγε: «τη φιλία με τον βασιλιά τη θεωρώ μεγάλο καλό, υπό τον όρο να βοηθάει στη προαγωγή της ευσέβειας, χωρίς όμως αυτή τη θεωρώ ολέθρια». Ο αυτοκράτορας Μ. Θεοδόσιος διέταξε τον επίσκοπο του Καλλινίκου να ξανακτίσει μια Συναγωγή, που ο επίσκοπος ενθάρρυνε το ποίμνιό του να τη λεηλατήσει. Αναφέρθηκε παραπάνω η περίπτωση Μ. Θεοδοσίου και Μεδιολάνων Αμβροσίου, καθώς και της Ευδοξίας με τον Ι. Χρυσόστομο. Ο Πτολεμαϊδος Συνέσιος φέρθηκε με σθεναρή στάση στις αδικίες. Ο Μ. Φώτιος τοποθετεί τον Πατριάρχη στην ίδια θέση με τον αυτοκράτορα. Λέγει πως είναι ο πατριάρχης η έμψυχη και ζωντανή εικόνα του Χριστού, ενώ για τον αυτοκράτορα λέγει πως πρέπει να είναι «εν ζήλω θείω διαβόητος», αλλά πουθενά δεν αναφέρει ότι είναι εικόνα Θεού. Στην Η΄ Οικουμενική (880) όρθιοι οι Συνοδικοί έψαλαν: «πολλά τα έτη στον υπερασπιστή της ορθοδόξου πίστεως….. είμαστε όλοι δούλοι του αυτοκράτορα».
Σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτικοί άρχοντες ζητούσαν συμβουλές από τους εκκλησιαστικούς. Ο Πατριάρχης Αρσένιος αφόρισε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο (1259) για αμαρτήματά του. Ο αυτοκράτορας απομάκρυνε τον πατριάρχη, αλλά τελικά γονυπετής ζήτησε συγγνώμη από την Σύνοδο. Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α΄ (1289) παρεμβαίνει στην κοινωνική πολιτική του κράτους, θεωρώντας την αυτοκρατορία σαν μοναστήρι του. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΒ΄ (1304), οι δε πατριάρχες Νικόλαος Μυστικός και Μιχαήλ Κηρουλάριος, όταν παρενέβησαν σε καθαρώς πολιτικά θέματα έχασαν τη λαϊκή υποστήριξη. Ορισμένες φορές όμως κληρικοί ξεπέφτουν πνευματικά, γι’ αυτό ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης λέει: «άλλοτε οι ιερείς σωφρονίζουν τους αυτοκράτορες, τώρα οι ιερείς φοβούνται τον αυτοκράτορα για τις απρέπειές τους».
Η ταύτιση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας σε ένα και το αυτό πρόσωπο απαγορεύεται ρητά από τους Κανόνες της Εκκλησίας. Ο ΣΤ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων είναι σαφέστατος: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος κοσμικάς φροντίδας μη λαμβανέτω. Ει δε μη, καθαιρίσθω». Αλλά και άλλοι κανόνες διαλαμβάνουν το αυτό. Ο Ζ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής απαγορεύει τόσο κάθε κοσμικό αξίωμα, όσο και το στρατιωτικό αξίωμα στους κληρικούς. «Τους άπαξ εν Κλήρω τεταγμένους και μοναστάς, ωρίσαμεν μήτε επί στρατείαν, μήτε επί αξίαν κοσμικήν έρχεσθαι. Η τούτο τολμώντες….. αναθεματίζεσθαι». Ο δε Λ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων απαγορεύει την εκλογή επισκόπου με τη βοήθεια πολιτικού άρχοντα.
Παραβιάσεις των κανόνων αυτών έχουμε σε ορισμένες περιπτώσεις: Παράδειγμα, η θέση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και ως θεσμικού παράγοντος της Πολιτείας. Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε de jure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο μελάνη, προνόμια τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το ίδιο συνέβη και με τον Επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος απέκτησε de facto, την διπλή αυτή ιδιότητα κοσμικού και εκκλησιαστικού άρχοντα ήδη από το 600, με τον Ρώμης άγιο Γρηγόριο Α΄ Διάλογο, που θεωρείται ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των παπών, κάτι που κατέστη επίσημα δεκτό από τον Ρώμης Στέφανο Γ΄, το 754, με την αναγνώριση παπικού κράτους από τη συμφωνία με τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄. Σημειώνεται, ότι δεν υπήρξε πάλι αντίδραση από την Εκκλησία, η οποία δέχτηκε τον Ρώμης Αδριανό Α΄, στη Ζ΄ Οικουμενική του 787 και τον Ιωάννη Η΄ στην Η΄ Οικουμενική του 880, με την διπλή αυτή ιδιότητα. Επίσης, ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός έγινε αντιβασιλέας, ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας (1347) έγινε επίτροπος στην αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ταυτόχρονα εθνάρχες των Ορθοδόξων και κατ’ αναλογία και όλοι οι τοπικοί επίσκοποι. Πρόσφατα η Ιστορία αναφέρει την ύπαρξη της ιδιότητας του Αντιβασιλέα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, καθώς και την διπλή ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄ που ήταν ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι έργο του Πατριάρχη κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν να παρακολουθεί την πνευματική ανάπτυξη της αυτοκρατορίας, αλλά μόνον ο αυτοκράτορας μπορούσε να δώσει τη δύναμη του νόμου στις αποφάσεις του Πατριάρχη.
- Εμφανίσεις: 8407
Εκκλησία και Πολιτεία - Εκκλησία και Πολιτεία
Ευρετήριο Άρθρου
Σελίδα 3 από 5