5.- ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
1.- Είναι γνωστόν, ότι ο Απ. Παύλος κατά τα διάφορα ταξίδια του ανά την τότε «Οικουμένη» πέρασε από διάφορες ελληνικές πόλεις (Σαμοθράκη, Νεάπολη, Αμφίπολη, Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κόρινθος, Αθήνα, Μυτιλήνη, Σάμος, Κως, Ρόδος, κ.ά.), δίδαξε, έγραψε επιστολές, ίδρυσε εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες (Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Αθηνών, Κορίνθου), όπως δε και άλλοι απόστολοι (Πέτρος, Ανδρέας, Μάρκος, Ιάκωβος, Βαρνάβας, κ.ά.) αυτές οι δικαιοδοσίες που ίδρυσε αφορούσαν πόλεις και όχι κράτη. Έτσι στην ελληνική επικράτεια έχουμε επί παραδείγματι την Εκκλησία των Πατρών, που ίδρυσε ο απόστολος Ανδρέας, την Εκκλησία της Κορίνθου που ίδρυσε ο απόστολος Παύλος, την Εκκλησία των Θηβών, που ίδρυσε ο απόστολος Λουκάς, την Εκκλησία της Κρήτης που ίδρυσε ο απόστολος Τίτος, κ.ά. Πως λοιπόν και με ποιο δικαίωμα ανακηρύσσεται ιδρυτής της λεγόμενης Εκκλησίας της Ελλάδος (φυλετικής Εκκλησίας) ο απόστολος Παύλος;
2.- Οι εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, οι οποίες επισφραγίστηκαν με τις 4 πρώτες Οικουμενικές Συνόδους είναι πέντε (η πενταρχία των Πατριαρχείων): Εκκλησία της Ρώμης, Εκκλησία της Κων/πολης, Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, Εκκλησία της Αντιόχειας, Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Μοναδική εξαίρεση εκκλησιαστικής αυτονομίας δόθηκε στην Εκκλησία της Κύπρου από την Γ΄ Οικ. Σύνοδο. Παρατηρείται, ότι όλες οι Εκκλησίες αφορούν πόλεις και όχι κράτη και δεν είναι φυλετικές.
3.- Οι Μητροπόλεις που υπήρχαν αρχικά στην Ελλάδα ήτανε έξη συνολικά:
1/ Μητρόπολη Κορίνθου, με δικαιοδοσία στην Αχαΐα, 2/ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, με δικαιοδοσία στη Μακεδονία, 3/ Μητρόπολη Λάρισας με δικαιοδοσία στη Θεσσαλία, 4/ Μητρόπολη Γόρτυνας, με δικαιοδοσία στην Κρήτη, 5/ Μητρόπολη Νικόπολης, με δικαιοδοσία στην Ήπειρο και 6/ Μητρόπολη Δυρραχίου με δικαιοδοσία στη Β. Ήπειρο, υπάγονταν δε στην Εκκλησία της Ρώμης. Η Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου υπάγονταν στην Εκκλησία της Κων/πολης. Από τον 8ο αιώνα οι ανωτέρω 6 μητροπολιτικές περιοχές αποσπάσθηκαν από την διοίκηση της Εκκλησίας της Ρώμης και υπήχθησαν με αυτοκρατορική διαταγή στην Εκκλησία της Κων/πολης.
4.- Το 1833, με το Β.Δ. της 23 Ιουλίου, οι θιασώτες της εκκοσμικευμένης θεωρίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, μετέφεραν τα προτεσταντικά πρότυπα, όπου κυριαρχούσε η αρχή «cujus regio, ejus religio» (ούτινος το κράτος, εκείνου και η θρησκεία) και πέτυχαν την απόσχιση των Μητροπόλεων από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και τις υπήγαγαν στη μοναρχική εξουσία του Βασιλιά, δημιουργήσαντες την «Εκκλησίαν του Βασιλείου της Ελλάδος» με αρχηγό ένα Ρωμαιοκαθολικό, τον Όθωνα !!! Το μόρφωμα, στο οποίο δυστυχώς δέχτηκαν να μετάσχουν αρχιερείς, επί 17 χρόνια τελούσε σε σχίσμα με την μητέρα Εκκλησία της Κων/πολης. Δυστυχώς την ανωτέρω προτεσταντική αρχή ενστερνίζονται και υπερασπίζουν ακόμη και σήμερα έγκριτοι, υποτίθεται, θεολόγοι διακηρύσσοντες: «Μία χώρα, ένα κράτος, μία Εκκλησία», προσπαθούν δε να το στηρίξουν σε Ι. Κανόνες (αλλά ποιούς;). Η επί αιώνες όμως εκκλησιαστική κατάσταση τους διαψεύδει. Η Εκκλησία της Κων/πολης ποιμαίνει τμήμα της Τουρκίας, την Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Άγιον Όρος, τα κράτη της Αμερικής, την Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία, τα κράτη της Βορείου, Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και τα κράτη της κεντρικής, ανατολικής και νοτίου Ασίας. Η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ποιμαίνει όλα τα κράτη της Αφρικής. Η Εκκλησία της Αντιόχειας ποιμαίνει στις επαρχίες της νοτίου Τουρκίας και στα κράτη της Συρίας, του Λιβάνου και της Αραβίας. Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ποιμαίνει στα κράτη της Ιορδανίας και του Ισραήλ και είναι η ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή της Αρχιεπισκοπής Σινά, που βρίσκεται στο κράτος της Αιγύπτου. Η Εκκλησία της Ρωσίας ποιμαίνει στα κράτη της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, του Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Μολδαβίας. Τα κράτη Τσεχίας και Σλοβακίας έχουν μια ποιμαίνουσα Εκκλησία. Πόθεν λοιπόν τεκμαίρεται η ανωτέρω διατυπούμενη αρχή;
5.- Το 1850 η Εκκλησία της Κων/πολης αναγνώρισε την έως τότε σχισματική Εκκλησία της Ελλάδος, ως την «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος» με τον Συνοδικό Τόμο και με 7 κανονικούς όρους. Έτσι ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή καθορίζεται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ως προκαθημένη αρχή, πρόεδρος δε της αρχής αυτής ορίστηκε ο «Ιερώτατος Μητροπολίτης Αθηνών», καθότι η Αθήνα αποτελούσε την πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους. Τούτο σημαίνει, ότι εάν δι’ οιανδήποτε λόγο η πρωτεύουσα μετατεθεί σε άλλη πόλη της ελληνικής επικράτειας, π.χ. στην Πάτρα, πρόεδρος της ΔΙΣ θα είναι ο Μητροπολίτης Πατρών. Οι Μητροπολίτες, όταν θα λειτουργούν στις επαρχίες τους θα μνημονεύουν «της Ιεράς ημών Συνόδου», ο δε Πρόεδρος της Συνόδου «πάσης επισκοπής Ορθοδόξων». Στα δε Δίπτυχα της Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος θα μνημονεύει «του Οικουμενικού Πατριάρχου» και των λοιπών Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων, καθώς και «πάσης επισκοπής Ορθοδόξων». Ορίζεται επίσης ότι για τα γενικά εκκλησιαστικά θέματα η ΔΙΣ θα αναφέρεται προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο θα συμπράττει και θα παρέχει κάθε στήριγμα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Με τον Τόμο του 1850 αποκαθίσταται η κανονική τάξη στη νέα Εκκλησία και απελευθερώνεται αυτή από κάθε κοσμική εξουσία.
6.- Με τους νόμους Σ΄/10.7.1852 και ΣΑ΄/24.7.1852 τίθεται τέρμα στα περί μη αναμείξεως της κοσμικής εξουσίας στη διοίκηση της Εκκλησίας και ουσιαστικά επαναφέρονται οι διατάξεις του Β.Δ. της 23.7.1833. Οι προσπάθειες απαλλαγής της Εκκλησίας από τους δεσμούς της Πολιτείας με τον καταστατικό νόμο της 31.12.1923 δεν κράτησαν πάνω από 2 χρόνια, οπότε στις 26.9.1925 τροποποιήθηκε με νέον εναγκαλισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία, ο οποίος με διάφορους τρόπους συνεχίσθηκε μέχρι σήμερα, οπότε ισχύει ο νόμος 590/1977 «Περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
7.- Ο τίτλος του Προέδρου της Ι. Συνόδου ήταν «Μητροπολίτης Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος», τίτλος που δηλώνει την εξάρτηση από το Οικ. Πατριαρχείο. Αργότερα (1923), ο τίτλος άλλαξε σε «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος», στη συνέχεια δε απαλείφθηκε η λέξη «Έξαρχος» και παρέμεινε ο τίτλος «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος». Αυτό δεν σημαίνει, ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά είναι απλά ο Αρχιεπίσκοπος της επαρχίας των Αθηνών, δεν έχει δε το δικαίωμα παρουσίας σε άλλη Μητρόπολη χωρίς την άδεια του οικείου Μητροπολίτη.
8.- Σήμερα η λεγόμενη Εκκλησία της Ελλάδος είναι Ν.Π.Δ.Δ. και αποτελείται από δυο τμήματα. Το ένα τμήμα περιέχει τις Μητροπόλεις της «Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος» (συνολικά 44) και το άλλο τμήμα περιέχει τις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου (συνολικά 36), οι οποίες δόθηκαν με την Πράξη του 1928 από την Εκκλησία της Κων/πολης με εντολή διοικήσεως «επιτροπικώς» και με ορισμένους όρους στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν επίσης 1/ η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης με 9 συνολικά Μητροπόλεις και Πρόεδρο της Ι. επαρχιακής Συνόδου τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, 2/ Οι 5 Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου με απευθείας εξάρτηση από το Οικ. Πατριαρχείο, 3/ Η νήσος Πάτμος της οποίας επίσκοπος είναι ο ίδιος ο Οικ. Πατριάρχης και 4/ το αυτοδιοίκητο Άγιο Όρος με επίσκοπο τον ίδιο τον Οικ. Πατριάρχη. Από ένα σύνολο λοιπόν 95 εκκλησιαστικών επαρχιών, που υπάρχουν στην ελληνική επικράτεια, οι 44 μόνο ανήκουν αποκλειστικά στην αναγνωρισμένη από το 1850 «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος».
9.- Η «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος» είναι μια Εκκλησία, η οποία διοικείται με πολιτικούς νόμους και διατάγματα, κατά παράβαση των Ι. Κανόνων και των Πατέρων. «Ου πείθομαι βασιλλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσιν εγγράφοις τε και αγράφοις», δηλ. «Δεν δέχομαι να διοικείται με διατάγματα η Εκκλησία, αλλά με τις παραδόσεις των πατέρων, τόσο τις γραπτές, όσο και τις προφορικές» αναφωνεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας». Αλλά και οι Οικουμενικές Σύνοδοι αλλιώς καθορίζουν τις σχέσεις Κανόνων και Νόμων, όπως αναφέρθηκε εκτενώς παραπάνω.
10.- Έτσι, ο αποκαλούμενος χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους από ορθοδόξου εκκλησιαστικής πλευράς νοείται, ως η ανεξαρτησία της Εκκλησίας από τον εναγκαλισμό του Κράτους και η αυτοδιοίκησή της. Αυτό σε γενικές γραμμές σημαίνει. 1/ Η Εκκλησία ασχολείται με τα πνευματικά, ενώ το Κράτος με τα κοσμικά (διαφορετικότητα και διάκριση στα του Καίσαρα και στα του Θεού), 2/ Η Εκκλησία δεν διοικείται με πολιτικούς νόμους, αλλά με τους Ι. Κανόνες της.