2.- ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Τρεις αιώνες μετά την ίδρυση της Εκκλησίας οι σχέσεις των χριστιανών με την πολιτική εξουσία άλλαξαν εντελώς. Όχι μόνον έπαυσαν οι διωγμοί, αλλά ο διορισμός σε κρατικές υπηρεσίες γίνεται μόνον από χριστιανούς. Αρκεί να είσαι χριστιανός για να καταλάβεις μια οποιαδήποτε αυτοκρατορική διοικητική θέση. Η «πολιτική θεολογία» απομάκρυνε την «πολιτική φιλοσοφία» του Αριστοτέλη και προσαρμόσθηκε άνετα στις ανάγκες και τα πολιτικά προβλήματα της νέας εποχής. Η Ρωμαϊκή περίοδος ξεκινάει από τις αρχές του 4ου αιώνα και λήγει στα μέσα του 15ου αιώνα και περιλαμβάνει την περίοδο από της συστάσεως του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους με τον Μ. Κωνσταντίνο και λήγει με τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο και την οριστική κατάκτηση της αυτοκρατορίας από τους Τούρκους.
Οι Πατέρες της περιόδου αυτής δεν αδιαφόρησαν για την πολιτική ζωή και την πολιτική εξουσία. Η περίοδος αυτή δεν είναι δημοκρατική περίοδος, ώστε ο πολίτης να έχει υπευθυνότητα, αλλά ήταν μοναρχία, όπου φυσικά ο πολίτης θεωρείται ανεύθυνος. Την περίοδο αυτή αρκετοί Πατέρες ασχολήθηκαν με το θέμα της πολιτικής εξουσίας και ανέπτυξαν την «πολιτική θεολογία»:
1.- Καισαρείας Ευσέβιος (+339). Διαμορφώνει τη σκέψη του μέλλοντος στη φιλοσοφία της ιστορίας και στο ρόλο του χριστιανού αυτοκράτορα.
2.- Κορδούης Όσιος (+358). Σχολιάζει την εκκλησιαστική πολιτική του Μ. Κωνσταντίνου.
3.- Καισαρείας Βασίλειος (+379). Παρουσιάζει την «πολιτική θεολογία» του και μιλάει για την πνευματική και ηθική αντίσταση.
4.- Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Θεολόγος (+389). Καθοδηγητικός λόγος προς τους πολιτευόμενους.
5.- Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Χρυσόστομος (+407). Περί κενοδοξίας λόγος.
6.- Πτολεμαϊδος Συνέσιος (+414). Το ειδικό έργο περί Βασιλείας.
7.- Αμίδης Ακάκιος (+450). Αγόρασε τους αιχμαλώτους των Ρωμαίων και τους ελευθέρωσε.
8.- Ισίδωρος Πηλουσιώτης (+435). Θαυμάσιες επιστολές της πολιτικής του θεολογίας.
9.- Σωκράτης ιστορικός (+540). Εκκλησιαστική Ιστορία με πολιτικά γεγονότα.
10.- Αγαπητός διάκονος (+450). Καθήκοντα του πολιτικού άρχοντα.
11.- Κύρου Θεοδώρητος (+458). Ερμηνεύει τον Παύλο στο περί εξουσίας.
12.- Τάφρων Γρηγέντιος (+500). Νομοθέτησε σαν χριστιανός ηγέτης.
13.- Μάξιμος ομολογητής (+662). Περί αγαθού βασιλέως.
14.- Ιωάννης Δαμασκηνός (+749). Ασχολείται με τους πολιτικούς άρχοντες και τη σχέση τους με την Εκκλησία.
15.- Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (+893). Συνέγραψε το: «Ποιο είναι το έργο του άρχοντα» και «Κατάχρηση εξουσίας από τον πολιτικό άρχοντα».
16.- Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Α΄ Μυστικός (+925). Ασχολείται με την πολιτική εξουσία και τον πολιτικό άρχοντα.
17.- Συμεών Νέος Θεολόγος (+1022). Αναφέρεται στις σχέσεις των πολιτικών αρχόντων.
18.- Κύριλλος Φιλεώτης (+1110). Ασχολείται με τον έλεγχο του πολιτικού άρχοντα.
19.- Νικηφόρος Βλεμμύδης (+1272). Έγραψε έργα πολιτική θεολογίας.
20.- Νικόλαος Καβάσιλας (+1371). Ασχολείται με την οικονομική πολιτική.
Δεν ασχολήθηκαν μόνο μεμονωμένοι Πατέρες με τα θέματα της πολιτικής εξουσίας, αλλά και Σύνοδοι. Έτσι:
1.- Η Σύνοδος της Καρθαγένης (419) στον ΠΓ΄ κανόνα της ζητάει από την πολιτική εξουσία βοήθεια, ώστε η εκκλησιαστική εξουσία (οι Επίσκοποι) να μπορούν να εμποδίζουν την αδικία που γίνεται από τους πλουσίους προς τους πτωχούς. Η ίδια Σύνοδος με τον ΡΙΕ΄ κανόνα της θεσπίζει, ότι μπορεί κληρικός να ζητήσει την επέμβαση του Βασιλέως, ώστε να κριθεί υπόθεσή του από Επισκόπους.
2.- Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) στον Ζ΄ Κανόνα της απαγορεύει στους κληρικούς να γίνονται πολιτικοί άρχοντες.
Είναι γνωστό, ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας λατρευόταν σαν θεός, ταυτόχρονα δε κατείχε τον τίτλο του Αρχιερέα των ειδώλων, του Μέγιστου Αρχιερέα (Pontifex Maximus), ειδικά δε ο Μ. Κωνσταντίνος αυτοανακηρύχθηκε Υπερεπίσκοπος (Episcopus Episcoporum). Οι χριστιανοί άρχισαν να επηρεάζουν τις αντιλήψεις αυτές και έτσι μετά από πιέσεις του αγίου Αμβροσίου Μεδιολάνων, ο αυτοκράτορας Γρατιανός αρνήθηκε τον τίτλο του Αρχιερέα των Ειδώλων (380).
Την περίοδο 4ου-6ου αιώνα έχουμε πατερικές και άλλες καταγραφές για τη «θεόθεν» βασιλεία. Έτσι καταγράφονται οι εξής αναφορές.
Κορδούης Όσιος προς Μ. Κων/ντίνο: «Ο Θεός σου έδωσε τη βασιλεία».
Καισαρείας Ευσέβιος: «ο αυτοκράτορας θα δυναμώσει τη μοναρχική του δύναμη, αν μιμηθεί το Θεό, αυτό όμως κατορθώνεται προσέχοντας το Θεό για πρότυπο διακυβερνήσεως των επιγείων» και «μάλλον δι’ ευχής αιτείσθαι τω επισκόπω καν εν τω παρόντι, καν εν τω μέλλοντι, της του Θεού δουλείας αξίω αυτώ φανήναι».
Κων/πόλεως Γρηγόριος Θεολόγος: Ο αυτοκράτορας «εικών ει του Θεού», «Χριστώ συνάρχεις, Χριστώ συνδιοικείς» και «αρχής ίδιον το ελεείν….. μίμησε τον Δεσπότην».
Ισίδωρος Πηλουσιώτης: «ο βασιλιάς, που εφαρμόζει τους νόμους, είναι ο έμψυχος νόμος».
Ιουστινιανός αυτοκράτορας: «Με τη θέληση του Θεού κυβερνάμε μια αυτοκρατορία, που μας την έχει προσφέρει η θεία Μεγαλοσύνη και μόνον ο Θεός και ο αυτοκράτορας, που ακολουθεί το Θεό, μπορούν να κυβερνήσουν με δικαιοσύνη».
Μάξιμος Ομολογητής: Ο άρχοντας «που είναι η βάση της πολιτικής εργασίας εκφράζει πιο πιστά τη θεία θέληση και δίκαια έτυχε να κυβερνά τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε στ’ αλήθεια στη γη σαν δεύτερος θεός».
Λέων Ίσαυρος αυτοκράτορας: «βασιλεύς και ιερεύς ειμί και ο Θεός το κράτος της βασιλείας εγχειρήσας ημίν ως ηυδόκησε…..».
Έτσι ο αυτοκράτορας είναι τοποτηρητής του Θεού στη γη, διορισμένος από τον Χριστό και ο Θεός του δίνει το γόητρο και τον έλεγχο του κράτους. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται και στα νομίσματα, όπου ο αυτοκράτορας στεφανώνεται από τον Χριστό ή την Παναγία και κρατάει τη σφαίρα με το σταυρό, σημάδι της οικουμενικότητας και σταυρόσχημο σκήπτρο, σύμβολο της ρωμαϊκής και χριστιανικής εξουσίας στον κόσμο. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να δείξει καλύτερα και με πιο εντυπωσιακό τρόπο στους λαούς και τα έθνη τις ιδεολογικές αρχές που εμψύχωναν το Ρωμαϊκό κράτος. Η εξουσία δεν ήτανε οπωσδήποτε κληρονομική. Τις περισσότερες φορές ένας απλός πολίτης ή στρατιώτης με τις προσωπικές του ικανότητες γινόταν αυτοκράτορας. Έτσι, ο άρχοντας στέκεται τουλάχιστον με την ανοχή του λαού, διότι η κυριαρχία ανήκε στο λαό και ο λαός είχε εκχωρήσει την εξουσία στον αυτοκράτορα. Η αντίληψη αυτή είναι παράλληλη με τη θεοκρατία και είναι υπόλειμμα της αντίληψης της ελληνοχριστιανικής σκέψης. Ο Χρυσόστομος το θεμελιώνει χαρακτηριστικά. Ο Θεός λέει «τους άρχοντας μετά των αρχομένων έστησε….. Όπου γαρ η της (χριστιανικής) πίστεως ευγένεια….. ουδείς πολίτης, αλλ’ εις μιαν άπαντες αξιώματος αναβαίνουσιν υπεροχήν», βασιζόμενος στα λόγια του Κυρίου. «Ο υψών εαυτόν…..». Την μη κληρονομική βασιλεία υποστηρίζει και ο Μ. Βασίλειος, θεωρώντας ότι τα παιδιά του βασιλιά είναι απαίδευτα, έχουν μάθει στην κολακεία και την καλοπέραση και από την άλλη είναι παράλογη η εκλογή με κλήρο ή από το Δήμο και επιμένει στην αξιοκρατία. Το ίδιο και ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης δεν δέχεται το βασιλόπουλο, αλλά «τον βασιλικήν έχουσα ψυχήν».
Όσον αφορά την αξιοσύνη ή μη των αρχόντων (εκκλησιαστικών ή πολιτικών) θαυμάσια το προσδιορίζει ο άγιος Αναστάσιος Σιναϊτης. «Οι άξιοι άρχοντες προωθούνται στις πόλεις που τους αξίζουν, ενώ οι ανάξιοι, με παραχώρηση ή επιθυμία Θεού, προχειρίζονται στους ανάξιους πολίτες. Γι’ αυτό, αν δεις κάποιον ανάξιο και πονηρό άρχοντα ή επίσκοπο, μην απορήσεις και μη συκοφαντείς το Θεό, αλλά μάλλον μάθε και πίστευε, ότι παραδοθήκαμε σε τέτοιους τυράννους, που και η κακία τους ακόμη δεν είναι ανάλογη με το κακό που μας αξίζει». Ώστε ο Θεός προωθεί άρχοντες (εκκλησιαστικούς ή πολιτικούς), ανάλογα με την ποιότητα των πολιτών. Στους καλούς πολίτες προωθεί καλούς άρχοντες και στους κακούς παραχωρεί (ανέχεται) κακούς άρχοντες.
Όσον αφορά τους εκκλησιαστικούς άρχοντες, ο Χρυσόστομος κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της διδασκαλίας του άρχοντα αυτού και της ζωής του και εξηγεί, ότι το «μη κρίνετε, ίνα μη κριθείτε», ισχύει για τον τρόπο της ζωής και «ου περί πίστεως». Όπως επίσης τονίζει την ανάγκη, όπως ο κάθε κοσμικός άρχοντας, στο να μπορεί να κυβερνήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τους άλλους και τούτο ισχύει και για τους εκκλησιαστικούς άρχοντες: «Ούτε εκείνος που ασκεί την πολιτική εξουσία, ούτε εκείνος που ασκεί την πνευματική, θα μπορέσουν να τις διαχειριστούν δίκαια, αν προηγουμένως δεν κυβερνήσουν τον εαυτό τους όπως πρέπει»(Β΄ προς Κορινθίους, ομιλ. ΙΕ΄, ΕΠΕ 19, 418-420).
Βέβαια καταλήξαμε, η πολιτική του αυτοκράτορα και οι ιδιοτροπίες του να διαμορφώνουν τη μοίρα των εκατομμυρίων υπηκόων του και βλέπουμε πόσο είναι εύκολη η υπερβολή και η κατάχρηση της εξουσίας, όσο η φύση του ανθρώπου θα είναι η ίδια και απαράλλακτη. Χαρακτηριστική κατάχρηση εξουσίας, η αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία κατάσχεσε παράνομα το κτήμα της χήρας και ο αυστηρός έλεγχος από τον Χρυσόστομο. Επίσης, ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος δημόσια έλεγξε τον πανίσχυρο αυτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο για τις πολιτικές του πράξεις και του απαγόρευσε τη θ. κοινωνία, μέχρις ότου αυτός δημόσια εξεδήλωσε τη μετάνοιά του.
Η αντίθεση ορισμένων Πατέρων στην εξουσία είναι χαρακτηριστική. Ο Μ. Αθανάσιος αντιτάχθηκε στις αιρετικές αποκλείσεις του Μ. Κωνσταντίνου και του διαδόχου του Κώνσταντα, ο Μ. Βασίλειος αντιτάχθηκε στον Ουάλλη, ο Ιωάννης Χρυσόστομος στον Θεοδόσιο Β΄, ο Μάξιμος Ομολογητής στις αιρετικές θέσεις των αυτοκρατόρων Ηράκλειου και Κώνσταντα. Ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός λέγει: «Στις σιχαμερές διαταγές του βασιλιά δεν θα υπακούσει ο χριστιανός».
- Εμφανίσεις: 8403
Εκκλησία και Πολιτεία - Ρωμαϊκή περίοδος
Ευρετήριο Άρθρου
Σελίδα 2 από 5