4.- ΣΥΝΟΨΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Με την αναγνώριση και τον σεβασμό της χριστιανικής πίστης δημιουργούνται προβλήματα μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, καθότι η θεολογική σκέψη αρχίζει να επηρεάζει την πολιτική ζωή. Ο αυτοκράτορας πρέπει να έχει πρότυπο το Θεό, αν και είναι εύκολη η κατάχρηση της εξουσίας, λόγω της αμαρτίας. Αλλά οι χριστιανοί πιστοί εφαρμόζοντας τις επιταγές του Ευαγγελίου και των Πατέρων περιορίζουν τη κατάχρηση.
Η πολιτική εξουσία, που την όρισε ο Θεός είναι «έννομη επιστασία» και απαραίτητη, για να περιορίζει το κακό και να βοηθάει στο καλό. Ο χριστιανός πρέπει να υπακούει στην πολιτική εξουσία, εφ’ όσον δεν είναι αντίθετη στο νόμο του Θεού, άλλως αντιδρά μέχρι θανάτου.
Τον κακό άρχοντα δεν τον επιλέγει ο Θεός, αλλά τον ανέχεται, όταν ο λαός δεν ικανοποιείται με τους καλούς, ακριβώς για να εκτιμήσει ο ίδιος ο λαός την άσχημη συμπεριφορά του και να ζητήσει τον καλό άρχοντα. Τόσο η πολυαρχία, όσο και η αναρχία στηλιτεύονται από τους Πατέρες.
Η Εκκλησία δεν είναι αντίθετη με την Πολιτεία και πρέπει να συνεργάζεται με αυτή, αλλά διαφέρουν σε πάρα πολλά. Οι πολιτικοί άρχοντες ενδιαφέρονται κυρίως για τα υλικά αγαθά και εξασκούν ενίοτε και τη βία, ενώ οι εκκλησιαστικοί άρχοντες ενδιαφέρονται κυρίως για τα πνευματικά αγαθά και χρησιμοποιούν την απόλυτη ελευθερία. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατή η συνύπαρξη των δυο αυτών εξουσιών σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Αντίθετα οι χριστιανοί πιστοί, που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, πρέπει να εκπαιδεύονται και στη δημόσια και την πολιτική ζωή. Η δε «βασιλεία του Θεού», η ιδεώδης πολιτεία πρέπει να είναι ο κύριος στόχος για τους πολίτες που είναι ταυτόχρονα και χριστιανοί πιστοί.
Πάνω από όλα όμως ισχύει ο ακρογωνιαίος λίθος, ότι κάθε εξουσία πρέπει να διέπεται από τους δικούς της νόμους. Η μεν εκκλησιαστική εξουσία διέπεται από τους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, οι οποίοι υπέρκεινται των νόμων της Πολιτείας, η δε πολιτική εξουσία πρέπει να διέπεται από τους πολιτικού νόμους, οι οποίοι δεν θα πρέπει να έρχονται σε σύγκρουση με τους θείους νόμους.
Για την υπεροχή των Κανόνων της Εκκλησίας έναντι των πολιτικών νόμων έχουμε πολλές αναφορές:
Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω».
Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «οι ενδοξώτατοι άρχοντες είπον. Τω θειωτάυω Δεσπότη πάσης οικουμένης Μαρκιανώ, ήρεσε, μη κατά τα θεία γράμματα ή πραγματικούς τύπους τα των οσιωτάτων επισκόπων προβαίνειν, αλλά κατά τους Κανόνες τους παρά των αγίων Πατέρων νομοθετηθέντας. Η σύνοδος είπε. Κατά των Κανόνων, πραγματικόν μηδέν ισχύσει. Οι Κανόνες των πατέρων κρατείτωσαν. Και πάλιν δεόμεθα, ώστε αργήσαι αναντιρρήτως τα επί βλάβη των Κανόνων πραγματικά, πραχθέντα τισίν εν πάση επαρχία, κρατήσαι δε τους Κανόνας δια πάντων….. πάντες τα αυτά λέγομεν. Όλα τα πραγματικά αργήσει. Οι Κανόνες κρατείτωσαν….. Κατά την ψήφον της αγίας συνόδου και εν ταις άλλαις επαρχίαις απάσαις τα των Κανόνων κρατείτω».
Μ. Φώτιος: «Οι τοις Κανόσιν εναντιούμενοι πραγματικοί τύποι, άκυροι εισι». Και «Οι μεν γαρ, ήγουν οι Κανόνες, παρά βασιλέων και των αγίων Πατέρων εκτεθέντες και στηριχθέντες, ως αι θείαι Γραφαί δέχονται. Οι δε νόμοι, παρά βασιλέων μόνον εδέχθησαν ή συνετέθησαν και δια τούτο ου κατισχύσουσι των θείων Γραφών, ουδέ των Κανόνων».
Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας λοιπόν υπέρκεινται των πολιτικών νόμων και επομένως αφού υπέρκεινται αυτών των τελευταίων είναι αδύνατον να συμβαίνει το αντίθετο, που αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση, δηλ. η Εκκλησία να διοικείται από πολιτικούς νόμους. Τούτο σαφέστατα προσδιορίζεται από τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Ι. Δαμασκηνό: «Δεν δέχομαι η Εκκλησία να διοικείται με βασιλικά διατάγματα, αλλά με τις παραδόσεις των πατέρων, τις προερχόμενες από τις άγιες Γραφές, καθώς και τις προφορικές».
- Εμφανίσεις: 8406
Εκκλησία και Πολιτεία - Σύνοψη Πολιτικής Θεολογίας
Ευρετήριο Άρθρου
Σελίδα 4 από 5